Ζακ Ρουμπώ (λέγεται όσο ένα μαύρο ξύλο ξανοίγεται στο νερό) ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ καθόλου · ότι είναι μια έννοια μεταφυσική όπως ο αιθέρας που παραγεμίζει μιαν ολάκερη μεταμφίεση του ακατανόητου· ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα· ότι μπορούμε να επιλέξουμε μια μορφή της ηλεκτρομαγνητικής μεταβολής να τη βαφτίσουμε χρόνο· ν΄αφήσουμε κατά μέρος ό,τι μένει από το λόγο για το χρόνο· ότι δεν είσαι ούτε μέσα στο χρόνο ούτε, φυσικά, εκτός· ότι δεν υπάρχεις, εξαιτίας του χρόνου και ότι δεν υπάρχει χρόνος ως ανεξάντλητο καύσιμο μες στα ρολόγια ποδήλατο της νέμεσης· ότι πρέπει να λογαριάσουμε ως τίποτα τον ξεμωραμένο κρόνο (που σαλιαρίζει τραγανίζοντας τα κοτρόνια του! ) το χρόνο που ξεβάφει μες στ΄αποπλύματα (λήθη ή αχέροντας κι οι σπηλιές του ναντάκετ) το μπορς της αιωνιότητας ( που χωρίς αυτή δεν νιώθει καλά γιατί είναι αδιανόητος δίχως αυτήν) · ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα· ότι δεν είσαι μες στον ρητό χρόνο· ότι χρόνος, εκτός χρόνου, δεν είναι τίποτα που να σε ορίσει, ούτε να σε αποδεχτεί ως τοπίο ή παρατηρητήριο ή ακόμα ως εργοστάσιο· ότι πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτό το παιχνιδάκι: να τι σκεφτόμουν (τώρα που το ξανασκέφτομαι) κοιτάζοντάς το από πιο κοντά· ότι η μετάθεση των αριθμών του ημερολογίου δεν με θολώνει πια· ότι έτσι κι αλλιώς υπάρχουν άλλα πράγματα μέσα στις συγκρούσεις των αλλαγών πάνω στις μονιμότητες τους· ότι πρέπει να σ΄αναζητήσω, ανάμεσα στην ίριδα και το κεράσι, ανάμεσα στην άρπα και το τίμημα, να σε τρίψω σε πεύκα, σε σκίνα, να σε κλείσω σε παντζούρια, να αφήσω τις τραγικές απαριθμήσεις, τα καταστροφικά ωράρια· ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα· ότι δεν έχει τίποτα να κλέψεις, να κλάψεις, ν΄αδράξεις ή να χάσεις, να τι σκεφτόμουν, κι έλεγα μέσα μου: ποιον δρόμο να διαλέξω; να σ΄αγαπώ, σημαίνει να σ΄αλλάξω, είναι ν΄αλλάζω μιαν απεραντοσύνη από τους ορισμούς σου, αφού να σ΄αγαπώ λέγεται αλλαγή, είναι η αλλαγή σου που εγώ προκαλώ, που την ξεκινώ, μετατόπιση των βλεφάρων σου μέσα στη νύχτα, πολλαπλασιασμούς φουντουκιών και βιβλίων. να σ΄αγαπώ, έλεγα μόνος μου είναι να κινήσω από εσένα κάτι το ακίνητο, το αγκυλωμένο, είναι με τα χέρια μου να κάνω τον ύπνο σου άλλον, φουσκώνοντάς τον μες στο μαξιλάρι, να κάνω άλλες τις γάμπες σου με τα χέρια μου κλείνοντας τες μες στα χέρια μου, είναι να δώσω κίνηση σε αμέτρητες κινήσεις σου, είναι να μετατοπίσω αυτό που κινείς μέσα στον κόσμο· αλλά αυτή η κίνησή σου είναι εγώ, που είμαι η μεταβολή σου, αυτό είναι έλεγα μέσα μου, δεν είμαι ούτε ο χρόνος (που δεν υπάρχει, που δεν μπορεί να σε κοιτάξει να σ΄αλλοιώσει) ούτε το κτίριο κατοικημένο, κατοικούμενο όπου συναντιέσαι παίρνεσαι ή δίνεσαι ακολουθώντας το χρονολογικό μυθιστόρημα, είμαι η αλλαγή σου, είμαι να σ΄αγαπώ κι εσύ, που είσαι η αλλαγή αυτών που σ΄αγαπούν, εσύ που σ΄αλλάζω, αν μ΄αγαπάς, αυτό δεν σημαίνει παρά μόνο ένα πράγμα: αλλάζουμε, αλλάζουμε μαζί, όχι κατά μήκος ενός άξονα, στα μικρά άλματα του πριν προς το μετά, στην αλλόφρονη αλληλουχία, αλλάζουμε: τα μάτια μας, όπως τα ρολόγια μας τα ρούχα μας τους φίλους μας τα παιδικά μας χρόνια αλλάζουμε με κάθε έννοια κι αλλάζουμε ακόμα και το θάνατό μας· αυτό σημαίνει ένα πράγμα: αλλάζουμε είμαι η αλλαγή σου, αυτό δεν είναι έλεγα μέσα μου, αναλογιζόμενος το χρόνο μπρος στην αναληθοφάνεια των βλακωδών αγρών μες στο φθινόπωρο μπρος στην πυραμίδα των ηλικιών, τη φθορά των νυχιών και των συναισθημάτων, τη σκιερή μηχανή των εποχών και των αιώνων όπου καρφιτσώνουμε ζωντανούς και νεκρούς σε ένα διαφανές χαρτί ακόμα πιο εμποδισμένοι κι από τον Ζήνωνα; κι έλεγα: πού, πώς να τον ξεκάνουμε; πώς να ξεγλιστρήσουμε; να δούμε την άλλη όψη των πραγμάτων που σμίγουν, κολλάνε, πώς φτάνουμε αλλού; και σκεφτόμουν: να σ΄αγαπώ δεν είναι χρόνος: ούτε υπέρ ούτε κατά, σ΄αγαπούσα πριν το στόμα του πρώτου ψαριού αναπνεύσει πριν ακόμα η βάρδια στο κατάρτι του Χριστόφορου να του φωνάξει: στεριά! κι αυτό δεν είναι τίποτα: θα σ΄αγαπώ μέσα σ΄αυτό το ποίημα θα σ΄αγαπώ όταν οι άλλοι θα το ΄χουν διαβάσει, αν το άλλαξαν διαβάζοντάς το, αν εσύ αλλάζεις όταν το διαβάζεις, και αυτό δεν είναι τίποτα: θα σ΄αγαπώ για ν΄αλλάξεις το χρόνο που το καταστρέφει, μορφή ψεύτικη, ύπουλη, μηδενική. Ανθολογία Σύγχρονης Γαλλικής Ποίησης, Από το βιβλίο Τριανταένα στον κύβο, Μετάφραση Ντένη Ζαχαρόπουλου, Εκδόσεις Άγρα.
Ζακ Ρουμπώ
(λέγεται όσο ένα μαύρο
ξύλο ξανοίγεται στο νερό)
ΟΤΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ καθόλου · ότι είναι μια έννοια μεταφυσική όπως ο αιθέρας που παραγεμίζει μιαν ολάκερη μεταμφίεση του ακατανόητου· ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα· ότι μπορούμε να επιλέξουμε μια μορφή της ηλεκτρομαγνητικής μεταβολής να τη βαφτίσουμε χρόνο· ν΄αφήσουμε κατά μέρος ό,τι μένει από το λόγο για το χρόνο· ότι δεν είσαι ούτε μέσα στο χρόνο ούτε, φυσικά, εκτός· ότι δεν υπάρχεις, εξαιτίας του χρόνου και ότι δεν υπάρχει χρόνος ως ανεξάντλητο καύσιμο μες στα ρολόγια ποδήλατο της νέμεσης· ότι πρέπει να λογαριάσουμε ως τίποτα τον ξεμωραμένο κρόνο (που σαλιαρίζει τραγανίζοντας τα κοτρόνια του! ) το χρόνο που ξεβάφει μες στ΄αποπλύματα (λήθη ή αχέροντας κι οι σπηλιές του ναντάκετ) το μπορς της αιωνιότητας ( που χωρίς αυτή δεν νιώθει καλά γιατί είναι αδιανόητος δίχως αυτήν) · ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα· ότι δεν είσαι μες στον ρητό χρόνο· ότι χρόνος, εκτός χρόνου, δεν είναι τίποτα που να σε ορίσει, ούτε να σε αποδεχτεί ως τοπίο ή παρατηρητήριο ή ακόμα ως εργοστάσιο· ότι πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτό το παιχνιδάκι: να τι σκεφτόμουν (τώρα που το ξανασκέφτομαι) κοιτάζοντάς το από πιο κοντά· ότι η μετάθεση των αριθμών του ημερολογίου δεν με θολώνει πια· ότι έτσι κι αλλιώς υπάρχουν άλλα πράγματα μέσα στις συγκρούσεις των αλλαγών πάνω στις μονιμότητες τους· ότι πρέπει να σ΄αναζητήσω, ανάμεσα στην ίριδα και το κεράσι, ανάμεσα στην άρπα και το τίμημα, να σε τρίψω σε πεύκα, σε σκίνα, να σε κλείσω σε παντζούρια, να αφήσω τις τραγικές απαριθμήσεις, τα καταστροφικά ωράρια· ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτα· ότι δεν έχει τίποτα να κλέψεις, να κλάψεις, ν΄αδράξεις ή να χάσεις, να τι σκεφτόμουν, κι έλεγα μέσα μου: ποιον δρόμο να διαλέξω; να σ΄αγαπώ, σημαίνει να σ΄αλλάξω, είναι ν΄αλλάζω μιαν απεραντοσύνη από τους ορισμούς σου, αφού να σ΄αγαπώ λέγεται αλλαγή, είναι η αλλαγή σου που εγώ προκαλώ, που την ξεκινώ, μετατόπιση των βλεφάρων σου μέσα στη νύχτα, πολλαπλασιασμούς φουντουκιών και βιβλίων. να σ΄αγαπώ, έλεγα μόνος μου είναι να κινήσω από εσένα κάτι το ακίνητο, το αγκυλωμένο, είναι με τα χέρια μου να κάνω τον ύπνο σου άλλον, φουσκώνοντάς τον μες στο μαξιλάρι, να κάνω άλλες τις γάμπες σου με τα χέρια μου κλείνοντας τες μες στα χέρια μου, είναι να δώσω κίνηση σε αμέτρητες κινήσεις σου, είναι να μετατοπίσω αυτό που κινείς μέσα στον κόσμο· αλλά αυτή η κίνησή σου είναι εγώ, που είμαι η μεταβολή σου, αυτό είναι έλεγα μέσα μου, δεν είμαι ούτε ο χρόνος (που δεν υπάρχει, που δεν μπορεί να σε κοιτάξει να σ΄αλλοιώσει) ούτε το κτίριο κατοικημένο, κατοικούμενο όπου συναντιέσαι παίρνεσαι ή δίνεσαι ακολουθώντας το χρονολογικό μυθιστόρημα, είμαι η αλλαγή σου, είμαι να σ΄αγαπώ κι εσύ, που είσαι η αλλαγή αυτών που σ΄αγαπούν, εσύ που σ΄αλλάζω, αν μ΄αγαπάς, αυτό δεν σημαίνει παρά μόνο ένα πράγμα: αλλάζουμε, αλλάζουμε μαζί, όχι κατά μήκος ενός άξονα, στα μικρά άλματα του πριν προς το μετά, στην αλλόφρονη αλληλουχία, αλλάζουμε: τα μάτια μας, όπως τα ρολόγια μας τα ρούχα μας τους φίλους μας τα παιδικά μας χρόνια αλλάζουμε με κάθε έννοια κι αλλάζουμε ακόμα και το θάνατό μας· αυτό σημαίνει ένα πράγμα: αλλάζουμε είμαι η αλλαγή σου, αυτό δεν είναι έλεγα μέσα μου, αναλογιζόμενος το χρόνο μπρος στην αναληθοφάνεια των βλακωδών αγρών μες στο φθινόπωρο μπρος στην πυραμίδα των ηλικιών, τη φθορά των νυχιών και των συναισθημάτων, τη σκιερή μηχανή των εποχών και των αιώνων όπου καρφιτσώνουμε ζωντανούς και νεκρούς σε ένα διαφανές χαρτί ακόμα πιο εμποδισμένοι κι από τον Ζήνωνα; κι έλεγα: πού, πώς να τον ξεκάνουμε; πώς να ξεγλιστρήσουμε; να δούμε την άλλη όψη των πραγμάτων που σμίγουν, κολλάνε, πώς φτάνουμε αλλού; και σκεφτόμουν: να σ΄αγαπώ δεν είναι χρόνος: ούτε υπέρ ούτε κατά, σ΄αγαπούσα πριν το στόμα του πρώτου ψαριού αναπνεύσει πριν ακόμα η βάρδια στο κατάρτι του Χριστόφορου να του φωνάξει: στεριά! κι αυτό δεν είναι τίποτα: θα σ΄αγαπώ μέσα σ΄αυτό το ποίημα θα σ΄αγαπώ όταν οι άλλοι θα το ΄χουν διαβάσει, αν το άλλαξαν διαβάζοντάς το, αν εσύ αλλάζεις όταν το διαβάζεις, και αυτό δεν είναι τίποτα: θα σ΄αγαπώ για ν΄αλλάξεις το χρόνο που το καταστρέφει, μορφή ψεύτικη, ύπουλη, μηδενική.
Ανθολογία Σύγχρονης Γαλλικής Ποίησης, Από το βιβλίο Τριανταένα στον κύβο, Μετάφραση Ντένη Ζαχαρόπουλου, Εκδόσεις Άγρα.
το γνωστό letterception