Μπουρδέλο

Поділитися
Вставка
  • Опубліковано 29 кві 2011
  • Από βικιλεξικό:
    Ουσιαστικό
    μπουρδέλο, μπορδέλο, μπορντέλο ουδέτερο
    ο οίκος ανοχής
    (μεταφορικά) η ακαταστασία
    έγινε μπουρδέλο η κατάσταση
    Σύνθετα
    μπουρδελότσαρκα
    πτώση ενικός πληθυντικός
    ονομαστική μπουρδέλο μπουρδέλα
    γενική μπουρδέλου μπουρδέλων
    αιτιατική μπουρδέλο μπουρδέλα
    κλητική μπουρδέλο μπουρδέλα
  • Спорт

КОМЕНТАРІ •