Μια παπαδιά εχόρευε στην όμορφη αυλή της κι ένα πουλάκι απόρησε και τη ρωτά να μάθει. «Γιατί χορεύεις παπαδιά αφού είσαι λυπημένη;» Κι εκείνη βόλτες φέρνοντας πάνω απ’ τους σκοτωμένους και τα μαλλιά ξελύνοντας στους ώμους της να πέσουν. «Δε βλέπεις που ’χουμε γιορτή δε βλέπεις πανηγύρι; Εδώ το στάρι βράσαμε και βάλαμε κουφέτα σπυριά ροδιού και ζάχαρη κι εφτάζυμα ψωμάκια του χάρου να τα δείξουμε μη και νομίσει ο πλάνος πως τους αλησμονήσαμε όλους τους σκοτωμένους. Μα δεν το διάβασ’ ο παπάς μ’ το στολισμένο στάρι γιατί του βάψαν κόκκινο το μαύρο τ’ αντερί του και την ψυχούλα του παιδιού μ’ την πήραν οι βαρβάροι. Γι’ αυτό χορεύω και γελώ Γι’ αυτό, μικρό πουλί μου γιατί το σπίτι μου άδειασε και πέτρωσε η καρδιά μου κι η σκέψη μου φτερούγισε και θόλωσε η θωριά μου». Καίτη Μανωλοπούλου
Μια παπαδιά εχόρευε
στην όμορφη αυλή της
κι ένα πουλάκι απόρησε
και τη ρωτά να μάθει.
«Γιατί χορεύεις παπαδιά
αφού είσαι λυπημένη;»
Κι εκείνη βόλτες φέρνοντας
πάνω απ’ τους σκοτωμένους
και τα μαλλιά ξελύνοντας
στους ώμους της να πέσουν.
«Δε βλέπεις που ’χουμε γιορτή
δε βλέπεις πανηγύρι;
Εδώ το στάρι βράσαμε
και βάλαμε κουφέτα
σπυριά ροδιού και ζάχαρη
κι εφτάζυμα ψωμάκια
του χάρου να τα δείξουμε
μη και νομίσει ο πλάνος
πως τους αλησμονήσαμε
όλους τους σκοτωμένους.
Μα δεν το διάβασ’ ο παπάς μ’
το στολισμένο στάρι
γιατί του βάψαν κόκκινο
το μαύρο τ’ αντερί του
και την ψυχούλα του παιδιού μ’
την πήραν οι βαρβάροι.
Γι’ αυτό χορεύω και γελώ
Γι’ αυτό, μικρό πουλί μου
γιατί το σπίτι μου άδειασε
και πέτρωσε η καρδιά μου
κι η σκέψη μου φτερούγισε
και θόλωσε η θωριά μου».
Καίτη Μανωλοπούλου