Στην Αλγερία είχα ξεκινήσει να εισέρχομαι στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία. Ονειρευόμουν να γράψω μιαν ορισμένη γλώσσα. Πολύ νωρίς διάβασα Gide, Nietzsche, Valery, στην τετάρτη ή τρίτη τάξη. Τον Gide ακόμη νωρίτερα σίγουρα: θαυμασμός, γοητεία, λατρεία, φετιχισμός. Δεν ξέρω τώρα πια τι μένει από όλα αυτά. Θυμάμαι έναν νεαρό καθηγητή, ήταν ξανθοκόκκινος και ερχόταν από τη Μητρόπολη, πράγμα που τον έκανε λίγο γελοίο και αφελή για μας τους νεαρούς ντόπιους Γάλλους που ήμασταν λιγάκι αλήτες. Έπλεξε το εγκώμιο της κατάστασης του ερωτευμένου και του Nourritures terrestres. Θα πρέπει να είχα αποστηθίσει αυτό το βιβλίο. Σίγουρα σαν έφηβος που ήμουν, λάτρευα τη ζέση του, το λυρισμό των πολεμικών του δηλώσεων για τη θρησκεία και τις οικογένειες (πρέπει πάντα να μετέφραζα τη φράση: «Μισούσα τα σπιτικά, τις οικογένειες, κάθε τόπο όπου ο άνθρωπος σκέφτεται ότι βρίσκει την ανάπαυση» σε μια απλή: «Δεν είμαι άνθρωπος της οικογένειας»). Ήταν για μένα ένα μανιφέστο ή μία βίβλος: ταυτόχρονα θρησκευτική και νεονιτσεϊκή, αισθησιοκρατική, κατά της ηθικής, και κυρίως πολύ αλγεριανή, όπως γνωρίζετε. Διάβασα ολόκληρο το έργο του Gide, ο Ανηθικολόγος με ώθησε αναμφίβολα προς τον Nietzsche, που φυσικά με δυσκολία κατανοούσα, και ο Nietzsche περιέργως με έστρεψε προς τον Rousseau των Reveries. Θυμάμαι να έχω μετασχηματιστεί σε θέατρο της μεγάλης φιλονικίας μεταξύ Nietzsche και Rousseau, για τους οποίους ήμουν ο βουβός κομπάρσος, έτοιμος να αναλάβω όλους τους ρόλους. Ήταν το τέλος του πολέμου (κατά βάθος η Αλγερία «μου» ήταν με τρόπο σχεδόν σταθερό σε εμπόλεμη κατάσταση, αφού από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είχαν κατασταλεί οι πρώτες εξεγέρσεις που ανήγγειλαν τον πόλεμο της Αλγερίας). Το 1943-1944, με το Παρίσι υπό κατοχή, το απελευθερωμένο Αλγέρι είχε μετατραπεί σε ένα είδος φιλολογικής πρωτεύουσας. Ο Gide βρισκόταν συχνά στη βόρειο Αφρική, μιλούσαμε πολύ για τον Camus και τα φιλολογικά περιοδικά και οι εκδότες πολλαπλασιάζονταν. Όλα αυτά με καταγοήτευαν, έγραφα άσχημα μικρά ποιήματα που δημοσίευα σε βορειοαφρικανικά περιοδικά, κρατούσα ένα «προσωπικό ημερολόγιο». Αλλά παρότι ήμουν συγκεντρωμένος σε αυτές τις μοναχικές αναγνώσεις ή δραστηριότητες, ε λοιπόν, χωριστά και στο πλάι ζούσα τη ζωή ενός μικρού αλήτη μέσα σε μια «συμμορία» που ενδιαφερόταν περισσότερο για το ποδόσφαιρο και το τρέξιμο παρά για τα μαθήματα. Ζακ Ντεριντά, Συνομιλίες, Εκδόσεις Πλέθρον, Μετάφραση Δημήτρη Γκινοσάτη. «Κάτω από την εκπληκτική πτητική ρευστότητα της γραφής του, υπήρχε μια αυθεντική απλότητα του Ντεριντά, μια επίμονη και αμετάβλητη διορατικότητα. Είναι ένας από τους πολυάριθμους λόγους για τους οποίους η βιαιότητα των επιθέσεων εναντίον του, αμέσως μετά τον θάνατό του, και ιδιαίτερα στον αμερικανικό Τύπο - επιθέσεις που στόχευαν τον «δυσνόητο στοχαστή», τον «ακατάληπτο συγγραφέα» - ανάγονταν μόνο στην πιο κοινότοπη αντιδιανοητική εξύβριση. Ας ονομάσουμε αυτές τις ύβρεις "τεξανές" και να μην πούμε τίποτα περισσότερο γι΄αυτές». Αλαίν Μπαντιού, Μικρό Φορητό Πάνθεον, Εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη. Η θεωρησιακή μεταφυσική του Alain Badiou: από τη διαλεκτική του πεπερασμένου και του απείρου ίσαμε τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/54729
Στην Αλγερία είχα ξεκινήσει να εισέρχομαι στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία. Ονειρευόμουν να γράψω μιαν ορισμένη γλώσσα. Πολύ νωρίς διάβασα Gide, Nietzsche, Valery, στην τετάρτη ή τρίτη τάξη. Τον Gide ακόμη νωρίτερα σίγουρα: θαυμασμός, γοητεία, λατρεία, φετιχισμός. Δεν ξέρω τώρα πια τι μένει από όλα αυτά. Θυμάμαι έναν νεαρό καθηγητή, ήταν ξανθοκόκκινος και ερχόταν από τη Μητρόπολη, πράγμα που τον έκανε λίγο γελοίο και αφελή για μας τους νεαρούς ντόπιους Γάλλους που ήμασταν λιγάκι αλήτες. Έπλεξε το εγκώμιο της κατάστασης του ερωτευμένου και του Nourritures terrestres. Θα πρέπει να είχα αποστηθίσει αυτό το βιβλίο. Σίγουρα σαν έφηβος που ήμουν, λάτρευα τη ζέση του, το λυρισμό των πολεμικών του δηλώσεων για τη θρησκεία και τις οικογένειες (πρέπει πάντα να μετέφραζα τη φράση: «Μισούσα τα σπιτικά, τις οικογένειες, κάθε τόπο όπου ο άνθρωπος σκέφτεται ότι βρίσκει την ανάπαυση» σε μια απλή: «Δεν είμαι άνθρωπος της οικογένειας»). Ήταν για μένα ένα μανιφέστο ή μία βίβλος: ταυτόχρονα θρησκευτική και νεονιτσεϊκή, αισθησιοκρατική, κατά της ηθικής, και κυρίως πολύ αλγεριανή, όπως γνωρίζετε. Διάβασα ολόκληρο το έργο του Gide, ο Ανηθικολόγος με ώθησε αναμφίβολα προς τον Nietzsche, που φυσικά με δυσκολία κατανοούσα, και ο Nietzsche περιέργως με έστρεψε προς τον Rousseau των Reveries. Θυμάμαι να έχω μετασχηματιστεί σε θέατρο της μεγάλης φιλονικίας μεταξύ Nietzsche και Rousseau, για τους οποίους ήμουν ο βουβός κομπάρσος, έτοιμος να αναλάβω όλους τους ρόλους. Ήταν το τέλος του πολέμου (κατά βάθος η Αλγερία «μου» ήταν με τρόπο σχεδόν σταθερό σε εμπόλεμη κατάσταση, αφού από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είχαν κατασταλεί οι πρώτες εξεγέρσεις που ανήγγειλαν τον πόλεμο της Αλγερίας). Το 1943-1944, με το Παρίσι υπό κατοχή, το απελευθερωμένο Αλγέρι είχε μετατραπεί σε ένα είδος φιλολογικής πρωτεύουσας. Ο Gide βρισκόταν συχνά στη βόρειο Αφρική, μιλούσαμε πολύ για τον Camus και τα φιλολογικά περιοδικά και οι εκδότες πολλαπλασιάζονταν. Όλα αυτά με καταγοήτευαν, έγραφα άσχημα μικρά ποιήματα που δημοσίευα σε βορειοαφρικανικά περιοδικά, κρατούσα ένα «προσωπικό ημερολόγιο». Αλλά παρότι ήμουν συγκεντρωμένος σε αυτές τις μοναχικές αναγνώσεις ή δραστηριότητες, ε λοιπόν, χωριστά και στο πλάι ζούσα τη ζωή ενός μικρού αλήτη μέσα σε μια «συμμορία» που ενδιαφερόταν περισσότερο για το ποδόσφαιρο και το τρέξιμο παρά για τα μαθήματα.
Ζακ Ντεριντά, Συνομιλίες, Εκδόσεις Πλέθρον, Μετάφραση Δημήτρη Γκινοσάτη.
«Κάτω από την εκπληκτική πτητική ρευστότητα της γραφής του, υπήρχε μια αυθεντική απλότητα του Ντεριντά, μια επίμονη και αμετάβλητη διορατικότητα. Είναι ένας από τους πολυάριθμους λόγους για τους οποίους η βιαιότητα των επιθέσεων εναντίον του, αμέσως μετά τον θάνατό του, και ιδιαίτερα στον αμερικανικό Τύπο - επιθέσεις που στόχευαν τον «δυσνόητο στοχαστή», τον «ακατάληπτο συγγραφέα» - ανάγονταν μόνο στην πιο κοινότοπη αντιδιανοητική εξύβριση. Ας ονομάσουμε αυτές τις ύβρεις "τεξανές" και να μην πούμε τίποτα περισσότερο γι΄αυτές».
Αλαίν Μπαντιού, Μικρό Φορητό Πάνθεον, Εκδόσεις Άγρα, Μετάφραση Βαγγέλη Μπιτσώρη.
Η θεωρησιακή μεταφυσική του Alain Badiou: από τη διαλεκτική του πεπερασμένου και του απείρου ίσαμε τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/54729