06/08/1906: ΣΚΟΤΩΝΕΤΑΙ Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΕΦΗΣ: Αφήγηση μιας Σαρακατσάνας. Ο Γαρέφης στου πεθερού μου το καλύβι σκοτώθηκε, νιόπαντρος ήταν ο πεθερός μου. Όταν τον τραυμάτισαν, είπε φέρτε μου ένα ζωνάρι και έβγαλε ο πεθερός μου το ζωνάρι και το΄δωσε και το αίμα μπουρμπούλιαξε και πάει πέθανε. Ο Γαρέφης ήρθε απ΄ το Πήλιο και ήταν άξιο παληκάρι. Κρατούσε δυό ζ΄γούρια έτσι και τα΄γδερναν οι άλλοι. Πήγαν εκεί στο Μπόρτσκο απάνω στο βουνό που ήταν οι δικοί μας οι Σαρακατσιάνοι οι Καραφυλλαίοι, ένα μπατζιό είχαν και ήρθε εκεί και τους έπιασε, πού θα βρούμε τους κλέφτες λέει, ήθελε να κυνηγήσει το Λούκα και τον Καρατάσο. Ο αδερφός του πεθερού μου, ο μεγάλος αδελφος ο Γιώργος ο Καραφυλλιάς, αυτός ήταν Κεχαγιάς, πολύ άξιος άνθρωπος, λέει εγώ είμαστε μπράτ΄μοι με τον Τ., που ήταν με τους κομιτατζήδες μαζί. Έρχονται σε μας λέει και τρων και πίνουν και παίρνουν ό,τι θέλουν. Λέει ο Γαρέφης, θα νηστέψω και θα με βοηθήσεις να σκοτώσω τον Τσαμαλούκα και τον Καρατάσο. Τον έστελναν πιπεριές ψημένες οι γ’ναικες κι έβαζε λαδάκι και ξύδι κι έτρωγε, νήστευε. Ήρθαν οι Βούλγαροι με τριάντα άτομα, θα μας ψήσεις τόσα αρνιά απόψε και θα κάνετε τόσες πίττες. Έρχονται εκεί στα καλύβια, οι άλλοι πήγαν στα άλλα τα καλύβια και ο Τ., με αυτούς ήρθαν στου πεθερού μ΄ το καλύβι. Ο Τ. ηταν με τ΄ς Βουλγάροι αλλά ύστερα ήρθε και προσκύνησε, γύρισε με το ανταρτικό το Ελληνικό. Είχαν τουλούμια τυρί εκεί μέσα, τώρα αυτοί ήξεραν οι δικοί μας ότι θα έρθει ο Γαρέφης και λέει ο πεθερός μου, αυτά τα τυριά θα τα βγάλω έξω, γιατί άναψατε φωτιά μέσα και θα ζεσταθούν. Βγάλτα λένε οι Βουλγάροι, δεν κατάλαβαν. Ήρθαν αυτοί, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν κιόλα, λέει ο Γαρέφης εγώ θα μπω μέσα, θα κάνω χρήση, θα βγω με τα πίσω. Δεν θα ρίξετε, όποιος βγει έτσι σκοτώστε τον. Οι γ’ναίκες κι αυτοί είχαν φύγει όλοι απ΄ τα καλύβια γιατί θα γένονταν μάχη. Οι άλλοι ώσπου να μπεί ο Γαρέφης μέσα στο καλύβι, οι άλλοι οι Σαρακατσιάνοι, έπιασαν όλους τους σκοπούς τους Βούλγαρους και τους σκότωσαν. Μόνος του μπήκε και ο Τ. και βγήκε. Ο Γαρέφης μπαίνει, τους σκοτώνει όλους και βγαίνει έτσι. Δεν πάλεψε, ο πεθερός μ΄ εκεί ήταν. Έξι άτομα σκότωσε, δεν ήταν ένας, έξι. Σηκώθηκε ο ένας απ΄ αυτούς, έβαλε την λόγχη εκεί που ήταν και σηκώθηκε να τον καρφώσει. Τον έπιασε απ΄ τα γέννια και θυμόνταν πόσες σφαίρες είχε. Οι άλλοι έφαγαν από μία, εσύ να φας τρείς του΄πε. Τον σκότωσε κι αυτόν κι έπεσε με το κεφάλι στη φωτιά απάν και κάηκε, κλαηκαν όλα τα γέννια τ΄ . Η ρόκα, τα μαλλιά όλα κάηκαν μέσα έλεγε η πεθερά μ . Και βγαίνει όξω ο Γαρέφης και τον σκότωσαν κατά λάθος. Τον σκότωσαν την ημέρα του Σωτήρος. Βογγούσε αυτός. Μη βογγάς του’λεγαν Καπετάνιε. Έχω πόνο λέει γι΄ αυτό βογγάω. Μη φοβάστε λέει. Φέρτε τ΄αλογο μου να το δω. Άχ γιόκα μ’, ποιός θα σε καβαλλικεύει τώρα. Διάλεξε ποιό παιδί να βάλει αρχηγό, εσύ πάρε τη σφραγίδα μου, πάρε το άλογο μου. Ξεψύχησε και μάζεψαν άγρια λούλουδα οι γυναίκες, τον άλλαξαν, τον έβαλαν λουλούδια, τον έκλαψαν, τον μοιρολόγησαν οι γ’ναικες όλες και τον πήραν από κει και τον πήγαν στ΄ς Γιαννακ΄λαίοι. και μετά τον έθαψαν. Οι Σαρακατσιάνοι οι δικοί μας μετά τα ’καψαν τα καλύβια. Το πρωί ήρθαν οι Τούρκοι, πήραν τον αδελφό του πεθερού μου και τον έκλεισαν φυλακή. Όμως τον αξιωματικό που έκανε ανακρίσεις τον έδωσαν διακόσιες λίρες οι δικοί μας και άλλαξε τις καταθέσεις και τον έβγαλαν ύστερα. Και τον έδωσαν αυτόν το θείο λίγα στρέμματα χωράφια στην Αγχίαλο, ως μακεδονομάχο. Η πεθερά μ’ λέει, τα στρώματα που είχα στρωμένα νύφη, ήταν όλο αίμα, τα πέταξα όλα, δεν έμεινε τίποτα, δεν είχα βελέντζα να σκεπάσω τα παιδιά μ’. Και την έστειλε βελέντζες η μάνα της Αρετης του Κολοβού. Και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι πιάνουν του πεθερού μου τον θείο, τον μπάρμπα Νάσιο και τον βγάζουν την ψυχή με τη λόγχη. Και είχε επτά κορίτσια αυτός, αγόρι δεν είχε. Έψαξαν να τον βρούν και πάει και τον βρίσκει ένα σκυλί κι έκατσε και ουρλιόνταν. Τον βρήκαν μετά από δέκα πέντε μέρες. Οι δικοί μας από κει έφυγαν και πήγαν στης Αλβανίας τα βουνά. Οι Καραφυλλαίοι παλιά λέγονταν Γιαννακαίοι αλλά αναγκάστηκαν και άλλαξαν το όνομα. Έφυγαν από δω γιατί τους ζητούσαν οι Βούλγαροι. Οικογένειες Καραφυλλιά (Κουτρουζούλα) και Γκόγκου - περ. 1900 και ο Δημήτρης Καραφυλλιάς, πατέρας του πεθερού της αφηγήτριας. Στο καλύβι του σκοτώθηκε ο Κώστας Γαρέφης. Μαρία Καραφυλλιά (αφηγήτρια), το γένος Ντέντα.
Σημαντικήν δράσιν επέδειξεν είς την περιοχήν Ναούσης το σώμα Γαρέφη, με υπαρχηγόν τον Δημήτριον Τσέγκον. Τούτο απεβιβάσθη περί τας αρχάς Απριλίου μετά φορτίου εκ 200 βραχυκάνων όπλων Γκρά παρά τας εκβολάς του ποταμού Λουδία. Κατόπιν διέσχισε δια πλαβών (λέμβων) την Κάτω Λίμνην Γιαννιτσών και εισήλθεν είς το δυτικό τμήμα αυτής, όπου και παρέδωσε το φορτίον των όπλων είς τα εκεί εγκατεστημένα σώματα. Ακολούθως ανετέθη είς το σώμα υπό του Προξενείου Θεσσαλονίκης η καταδίωξις των βουλγαρικών τσετών Λούκα και Καρατάσου, αί οποίαι ελυμαίνοντο τάς περιοχάς Καρατζόβας (Αλμωπίας) - Βοδενών (Εδέσσης) και Μοριχόβου. Το σώμα Γαρέφη αφού εξήλθε της Λίμνης των Γιαννιτσών κατηυθύνθη δια της περιφερείας των Λειβαδίων πρός την περιοχήν Βορείως τής Νότιας. όταν έφθασεν εκεί, ετέθη αμέσως είς καταδίωξιν της Τσέτας του βοεβόδα Ντάνεφ. Περί τα τέλη Ιουνίου επέτυχε να εγκλωβίσει την Τσέταν εντός χαράδρας παρά την θέσιν Ράντενης και της επέφερε σοβαρωτάτας απωλείας. Δώδεκα κομιταζήδες εφονεύθησαν και απηλευθερώθησαν περί τα 600 αιγοπρόβατα τα οποία είχεν αρπάξει η τσέτα απο Έλληνας κτηνοτρόφους. Μετά ολιγοήμερον παραμονήν είς την περιοχήν της Νότιας, το σώμα Γαρέφη κατηυθύνθη πρός Μορίχοβον, δια να αποφύγη την δίωξιν των Τουρκικών αποσπασμάτων, τα οποία δραστηρίως εκινήθησαν εναντίον του. Επέστρεψεν όμως και πάλιν είς την Αλμωπίαν και εγκατεστάθη είς την περιοχήν Σμπόρσκου (Πευκωτόν), Σούμπουσκου (Αρδέα) και Τσερνέσοβου (Γαρέφη) είς την οποίαν εξόντωσε τούς τροφοδότας των τσετών Λούκα και Καρατάσου. Ενώ εσυνέχιζε την εθνικήν δράσιν του είς την περιοχήν αυτήν, επέτυχε την νύκτα τής 6ης πρός 7ης Αυγούστου να εντοπίση τάς τσέτας Λούκα και Καρατάσου είς τα καλύβια Καραφυλλέων παρά το Τσερνέσοβον (Γαρέφη) και να προσβάλη αυτάς αποτελεσματικότατα υπό την κάλυψιν του σκότους. Ο διεξαχθείς αγών υπήρξε σκληρός και πεισματώδης και οι αντίπαλοι πολλάκις ήλθον είς χείρας. Το αποτέλεσμα ήτο να φονευθούν δέκα έξ κομιτατζήδες, μεταξύ των οποίων και οι βοεβόδαι Λούκας και Καρατάσος, ετραυματίσθη όμως σοβαρότατα και ο Γαρέφης, ο υπαρχηγός του Σώματος Δημήτριος Τσέγκος, ο διμοιρίτης Νικόλαος Ξυνογαλάς και οι οπλιται Απόστολος Πολυχρόνου, Νικόλαος Χατζηγιάννης και Γρηγόριος Μέγας. Μετά την συμπλοκήν το σώμα Γαρέφη, υπό τας διαταγάς του ελαφρώς τραυματισμένου Τσέγκου, παρέλαβε τους τραυματίας του και τους βοηθήσαντας την επιχείρησιν κτηνοτρόφους και κατηυθύνθη πάλιν πρός Μορίχοβον. Είς την περιοχήν αυτήν υπέκειψεν είς τα τραύματα του ο οπλαρχηγός Κώστας Γαρέφης και ενεταφιάσθη είς το χωρίον Γραδέσνιτσα. Έν συνεχεία το σώμα υπό τας διαταγάς πάντοτε του Δημητρίου Τσέγκου κατηυθύνθη είς την περιοχήν της Ναούσης, είς την οποίαν έδρασε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1906.
06/08/1906: ΣΚΟΤΩΝΕΤΑΙ Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΡΕΦΗΣ:
Αφήγηση μιας Σαρακατσάνας.
Ο Γαρέφης στου πεθερού μου το καλύβι σκοτώθηκε, νιόπαντρος ήταν ο πεθερός μου. Όταν τον τραυμάτισαν, είπε φέρτε μου ένα ζωνάρι και έβγαλε ο πεθερός μου το ζωνάρι και το΄δωσε και το αίμα μπουρμπούλιαξε και πάει πέθανε.
Ο Γαρέφης ήρθε απ΄ το Πήλιο και ήταν άξιο παληκάρι. Κρατούσε δυό ζ΄γούρια έτσι και τα΄γδερναν οι άλλοι. Πήγαν εκεί στο Μπόρτσκο απάνω στο βουνό που ήταν οι δικοί μας οι Σαρακατσιάνοι οι Καραφυλλαίοι, ένα μπατζιό είχαν και ήρθε εκεί και τους έπιασε, πού θα βρούμε τους κλέφτες λέει, ήθελε να κυνηγήσει το Λούκα και τον Καρατάσο. Ο αδερφός του πεθερού μου, ο μεγάλος αδελφος ο Γιώργος ο Καραφυλλιάς, αυτός ήταν Κεχαγιάς, πολύ άξιος άνθρωπος, λέει εγώ είμαστε μπράτ΄μοι με τον Τ., που ήταν με τους κομιτατζήδες μαζί. Έρχονται σε μας λέει και τρων και πίνουν και παίρνουν ό,τι θέλουν.
Λέει ο Γαρέφης, θα νηστέψω και θα με βοηθήσεις να σκοτώσω τον Τσαμαλούκα και τον Καρατάσο. Τον έστελναν πιπεριές ψημένες οι γ’ναικες κι έβαζε λαδάκι και ξύδι κι έτρωγε, νήστευε.
Ήρθαν οι Βούλγαροι με τριάντα άτομα, θα μας ψήσεις τόσα αρνιά απόψε και θα κάνετε τόσες πίττες. Έρχονται εκεί στα καλύβια, οι άλλοι πήγαν στα άλλα τα καλύβια και ο Τ., με αυτούς ήρθαν στου πεθερού μ΄ το καλύβι. Ο Τ. ηταν με τ΄ς Βουλγάροι αλλά ύστερα ήρθε και προσκύνησε, γύρισε με το ανταρτικό το Ελληνικό. Είχαν τουλούμια τυρί εκεί μέσα, τώρα αυτοί ήξεραν οι δικοί μας ότι θα έρθει ο Γαρέφης και λέει ο πεθερός μου, αυτά τα τυριά θα τα βγάλω έξω, γιατί άναψατε φωτιά μέσα και θα ζεσταθούν. Βγάλτα λένε οι Βουλγάροι, δεν κατάλαβαν. Ήρθαν αυτοί, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν κιόλα, λέει ο Γαρέφης εγώ θα μπω μέσα, θα κάνω χρήση, θα βγω με τα πίσω. Δεν θα ρίξετε, όποιος βγει έτσι σκοτώστε τον.
Οι γ’ναίκες κι αυτοί είχαν φύγει όλοι απ΄ τα καλύβια γιατί θα γένονταν μάχη. Οι άλλοι ώσπου να μπεί ο Γαρέφης μέσα στο καλύβι, οι άλλοι οι Σαρακατσιάνοι, έπιασαν όλους τους σκοπούς τους Βούλγαρους και τους σκότωσαν.
Μόνος του μπήκε και ο Τ. και βγήκε. Ο Γαρέφης μπαίνει, τους σκοτώνει όλους και βγαίνει έτσι. Δεν πάλεψε, ο πεθερός μ΄ εκεί ήταν. Έξι άτομα σκότωσε, δεν ήταν ένας, έξι. Σηκώθηκε ο ένας απ΄ αυτούς, έβαλε την λόγχη εκεί που ήταν και σηκώθηκε να τον καρφώσει. Τον έπιασε απ΄ τα γέννια και θυμόνταν πόσες σφαίρες είχε. Οι άλλοι έφαγαν από μία, εσύ να φας τρείς του΄πε. Τον σκότωσε κι αυτόν κι έπεσε με το κεφάλι στη φωτιά απάν και κάηκε, κλαηκαν όλα τα γέννια τ΄ . Η ρόκα, τα μαλλιά όλα κάηκαν μέσα έλεγε η πεθερά μ . Και βγαίνει όξω ο Γαρέφης και τον σκότωσαν κατά λάθος. Τον σκότωσαν την ημέρα του Σωτήρος. Βογγούσε αυτός. Μη βογγάς του’λεγαν Καπετάνιε. Έχω πόνο λέει γι΄ αυτό βογγάω. Μη φοβάστε λέει. Φέρτε τ΄αλογο μου να το δω. Άχ γιόκα μ’, ποιός θα σε καβαλλικεύει τώρα. Διάλεξε ποιό παιδί να βάλει αρχηγό, εσύ πάρε τη σφραγίδα μου, πάρε το άλογο μου. Ξεψύχησε και μάζεψαν άγρια λούλουδα οι γυναίκες, τον άλλαξαν, τον έβαλαν λουλούδια, τον έκλαψαν, τον μοιρολόγησαν οι γ’ναικες όλες και τον πήραν από κει και τον πήγαν στ΄ς Γιαννακ΄λαίοι. και μετά τον έθαψαν.
Οι Σαρακατσιάνοι οι δικοί μας μετά τα ’καψαν τα καλύβια. Το πρωί ήρθαν οι Τούρκοι, πήραν τον αδελφό του πεθερού μου και τον έκλεισαν φυλακή. Όμως τον αξιωματικό που έκανε ανακρίσεις τον έδωσαν διακόσιες λίρες οι δικοί μας και άλλαξε τις καταθέσεις και τον έβγαλαν ύστερα. Και τον έδωσαν αυτόν το θείο λίγα στρέμματα χωράφια στην Αγχίαλο, ως μακεδονομάχο.
Η πεθερά μ’ λέει, τα στρώματα που είχα στρωμένα νύφη, ήταν όλο αίμα, τα πέταξα όλα, δεν έμεινε τίποτα, δεν είχα βελέντζα να σκεπάσω τα παιδιά μ’. Και την έστειλε βελέντζες η μάνα της Αρετης του Κολοβού. Και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι πιάνουν του πεθερού μου τον θείο, τον μπάρμπα Νάσιο και τον βγάζουν την ψυχή με τη λόγχη. Και είχε επτά κορίτσια αυτός, αγόρι δεν είχε. Έψαξαν να τον βρούν και πάει και τον βρίσκει ένα σκυλί κι έκατσε και ουρλιόνταν. Τον βρήκαν μετά από δέκα πέντε μέρες. Οι δικοί μας από κει έφυγαν και πήγαν στης Αλβανίας τα βουνά. Οι Καραφυλλαίοι παλιά λέγονταν Γιαννακαίοι αλλά αναγκάστηκαν και άλλαξαν το όνομα. Έφυγαν από δω γιατί τους ζητούσαν οι Βούλγαροι.
Οικογένειες Καραφυλλιά (Κουτρουζούλα) και Γκόγκου - περ. 1900 και ο Δημήτρης Καραφυλλιάς, πατέρας του πεθερού της αφηγήτριας. Στο καλύβι του σκοτώθηκε ο Κώστας Γαρέφης.
Μαρία Καραφυλλιά (αφηγήτρια), το γένος Ντέντα.
Ανατριχίλα, δέος, δάκρυα! Συγχαρητήρια φίλε, δεν έχω λόγια για να περιγράψω αυτόν τον ήχο...
Οι Γκάιντες κλαίνε και το Νταούλι ντουφεκάει...Αθάνατη Μακεδονια..γη Ελληνική!!! Σε ευχαριστώ αδελφέ!
το πνεύμα υποκλίνεται σε αυτό το μουσικό δέος!!
Brividi!!!!!!!!!❤
Σημαντικήν δράσιν επέδειξεν είς την περιοχήν Ναούσης το σώμα Γαρέφη, με υπαρχηγόν τον Δημήτριον Τσέγκον. Τούτο απεβιβάσθη περί τας αρχάς Απριλίου μετά φορτίου εκ 200 βραχυκάνων όπλων Γκρά παρά τας εκβολάς του ποταμού Λουδία. Κατόπιν διέσχισε δια πλαβών (λέμβων) την Κάτω Λίμνην Γιαννιτσών και εισήλθεν είς το δυτικό τμήμα αυτής, όπου και παρέδωσε το φορτίον των όπλων είς τα εκεί εγκατεστημένα σώματα. Ακολούθως ανετέθη είς το σώμα υπό του Προξενείου Θεσσαλονίκης η καταδίωξις των βουλγαρικών τσετών Λούκα και Καρατάσου, αί οποίαι ελυμαίνοντο τάς περιοχάς Καρατζόβας (Αλμωπίας) - Βοδενών (Εδέσσης) και Μοριχόβου. Το σώμα Γαρέφη αφού εξήλθε της Λίμνης των Γιαννιτσών κατηυθύνθη δια της περιφερείας των Λειβαδίων πρός την περιοχήν Βορείως τής Νότιας. όταν έφθασεν εκεί, ετέθη αμέσως είς καταδίωξιν της Τσέτας του βοεβόδα Ντάνεφ. Περί τα τέλη Ιουνίου επέτυχε να εγκλωβίσει την Τσέταν εντός χαράδρας παρά την θέσιν Ράντενης και της επέφερε σοβαρωτάτας απωλείας. Δώδεκα κομιταζήδες εφονεύθησαν και απηλευθερώθησαν περί τα 600 αιγοπρόβατα τα οποία είχεν αρπάξει η τσέτα απο Έλληνας κτηνοτρόφους.
Μετά ολιγοήμερον παραμονήν είς την περιοχήν της Νότιας, το σώμα Γαρέφη κατηυθύνθη πρός Μορίχοβον, δια να αποφύγη την δίωξιν των Τουρκικών αποσπασμάτων, τα οποία δραστηρίως εκινήθησαν εναντίον του. Επέστρεψεν όμως και πάλιν είς την Αλμωπίαν και εγκατεστάθη είς την περιοχήν Σμπόρσκου (Πευκωτόν), Σούμπουσκου (Αρδέα) και Τσερνέσοβου (Γαρέφη) είς την οποίαν εξόντωσε τούς τροφοδότας των τσετών Λούκα και Καρατάσου. Ενώ εσυνέχιζε την εθνικήν δράσιν του είς την περιοχήν αυτήν, επέτυχε την νύκτα τής 6ης πρός 7ης Αυγούστου να εντοπίση τάς τσέτας Λούκα και Καρατάσου είς τα καλύβια Καραφυλλέων παρά το Τσερνέσοβον (Γαρέφη) και να προσβάλη αυτάς αποτελεσματικότατα υπό την κάλυψιν του σκότους. Ο διεξαχθείς αγών υπήρξε σκληρός και πεισματώδης και οι αντίπαλοι πολλάκις ήλθον είς χείρας. Το αποτέλεσμα ήτο να φονευθούν δέκα έξ κομιτατζήδες, μεταξύ των οποίων και οι βοεβόδαι Λούκας και Καρατάσος, ετραυματίσθη όμως σοβαρότατα και ο Γαρέφης, ο υπαρχηγός του Σώματος Δημήτριος Τσέγκος, ο διμοιρίτης Νικόλαος Ξυνογαλάς και οι οπλιται Απόστολος Πολυχρόνου, Νικόλαος Χατζηγιάννης και Γρηγόριος Μέγας. Μετά την συμπλοκήν το σώμα Γαρέφη, υπό τας διαταγάς του ελαφρώς τραυματισμένου Τσέγκου, παρέλαβε τους τραυματίας του και τους βοηθήσαντας την επιχείρησιν κτηνοτρόφους και κατηυθύνθη πάλιν πρός Μορίχοβον. Είς την περιοχήν αυτήν υπέκειψεν είς τα τραύματα του ο οπλαρχηγός Κώστας Γαρέφης και ενεταφιάσθη είς το χωρίον Γραδέσνιτσα. Έν συνεχεία το σώμα υπό τας διαταγάς πάντοτε του Δημητρίου Τσέγκου κατηυθύνθη είς την περιοχήν της Ναούσης, είς την οποίαν έδρασε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1906.