Πήρα τα ζαγαράκια μου (Κεφαλονιά)

Поділитися
Вставка
  • Опубліковано 26 чер 2024
  • Τραγούδι: Γεράσιμος Ορλαντάτος
    Βιολί: Λαμπρογιάννης Πεφάνης
    Κιθάρα: Αποστόλης Αυγερινός
    Από τον δίσκο: "Στην Ανέμη του Χορού, σκοποί και τραγούδια της Κεφαλονιάς", Πάλιος, 2010.
    Μουσική επιμέλεια: Λαμπρογιάννης Πεφάνης
    Λαογραφική έρευνα: Γεράσιμος Γαλανός
    Πήρα, αμάν, πήρα τα ζαγαράκια μου,
    πήρα τα ζαγαράκια μου και πάω να κυνηγήσω.
    Λαγούς, αμάν, λαγούς, κι αλάφια κι ό,τι βρω
    λαγούς κι αλάφια κι ό,τι βρω οπίσω να γυρίσω.
    Και εκεί, αμάν, και εκεί που τα κυνήγουνα,
    και εκεί που τα κυνήγουνα στα βουρλιασμένα όρη.
    Βγάζου, αμάν, βγάζου τα ζαγαράκια μου,
    βγάζου τα ζαγαράκια μου, μια πλουμισμένη κόρη.
    Που έ-, αμάν, που έπλενε και λεύκεζε
    που έπλενε και λεύκεζε σε μαρμαρένια βρύση.
    Της δί-, αμάν, της δίνω το μαντήλι μου,
    της δίνω το μαντήλι μου αυτή να μου το πλύνει.
    Κι αυτή, αμάν, κι αυτή η αφιλότιμη,
    κι αυτή η αφιλότιμη οπίσω μου το δίνει.
    -«Πάρε, αμάν, πάρε το μαντηλάκι σου,
    πάρε το μαντηλάκι σου για δεν μπορώ να πλύνω.
    -«Γιατί, αμάν, γιατί είν’ η ώρα της εννιά.
    Κι αν είν’ η ώρα της εννιά έλα στην κάμαρή μου».
    Κι η μά-, αμάν, κι η μάνα της την έβλεπε,
    κι η μάνα της την έβλεπε από το παραθύρι.
    «Έγνοια, αμάν, έγνοια σου κόρη μ’ όγνοια σου,
    έγνοια σου μ’ όγνοια σου κι αν δεν το μαρτυρήσω».
    Το βρά-, αμάν, το βράδυ παν τ’ αδέρφια της,
    το βράδυ παν τ’ αδέρφια της και τους τ’ ομολογάει.
    -«Μια, αμάν, μιαν αδερφούλα έχετε
    μιαν αδερφούλα έχετε κι αυτή είναι γελασμένη».
    -«Ποιος, αμάν, ποιος την εξεγέλασε,
    ποιός την εξεγέλασε και είναι γελασμένη»;
    -«Ο γιος, αμάν, ο γιος του Κόντε πέρασε,
    ο γιος του Κόντε πέρασε και τήνε χαιρετάει».
    Πρώτος, αμάν, πρώτος την πιάνει απ’ τα μαλλιά,
    πρώτος την πιάνει απ’ τα μαλλιά κι άλλος από τη μέση,
    Κι ο τρί-, αμάν, κι ο τρίτος ο μικρότερος,
    κι ο τρίτος ο μικρότερος της βάζει το μαχαίρι.
    Κι η μά-, αμάν, κι η μάνα της, της έλεγε,
    κι η μάνα της, της έλεγε τι ρούχα να της βάλει.
    «Δε θέ-, αμάν, δε θέλω τα μεταξωτά,
    δε θέλω τα μεταξωτά ούτε τα βελουδένια».
    «Μόνο, αμάν, μόνο ετούτα που φορώ,
    μόνο ετούτα που φορώ στο αίμα βουτημένα.
    Για να, αμάν, για να το μάθει η γειτονιά,
    για να το μάθει η γειτονιά, για να το μάθει η χώρα,
    αδί-, αμάν, αδίκως με σκοτώνετε,
    αδίκως με σκοτώνετε για ‘να ματσάκι ρόδα».

КОМЕНТАРІ •