Είδα για πρώτη μου φορά την αλήθεια κατάματα Έσβησα τα φώτα, μες στο σκοτάδι γδύνω τους φόβους μου Το σβέρκο μου παγώνουν τα ψυχρά τους χνώτα Άκου, μην διανοηθείς να πλησιάσεις την πόρτα, άσ' την εκεί να χτυπάει Μόνη πορεία προς τα κάτω Θα 'ναι δεν θα 'ναι δεκαπέντε μέτρα κενό όπου η βαρύτητα έχει την τάση με βία το σώμα στη γη να τραβάει Προσκρούεται και σπάει Τώρα που κάθε μου αδυναμία τη λογική υπερνικάει Άραγες τι να 'ναι αυτό που με κρατάει? Ποιος πουτάνας γιος φιλοδοξεί ν' ανέβει και επί πτωμάτων πατάει? Κάθε μου ανοικτή πληγή μου με πονάει Η ζωή μου πουτάνα που απ' την κακοπέραση μαδάει Φως στο σκοτάδι ψευδαίσθηση, ελπίδα Ίσως κάποιος άγνωστος περαστικός να σου περάσει λεπίδα πίσω απ' τα πλευρά μην προλαβαίνοντας να βγάλεις άχνα Πεθαίνεις επί τόπου κι ίσως να σε βρουν έπειτα από κάνα μήνα, να σ' αναγνωρίσουν από νύχια και τρίχες Τι να πω, τα ίδια σκατά επαρχία κι Αθήνα Βλέπω παιδιά, οικογένειες που ξέρω να ζουν στην πείνα Φτηνά εργατικά παραχωρούμενα απ' το κράτος Της ταξικής ιεραρχίας ο πάτος Κράτος δικαίου και γύρω του βάλτος Καθημερινό φαινόμενο ο θάνατος μα δε μου σκάει κάπως Εκεί στους δρόμους που βαδίζω φτύνω, πλακώνομαι, σε σπάω και βρίζω Ακούω τι λες μα δεν έχει τύχει ποτέ να σε δω στα μέρη που περπατώ γι' αυτό και δεν σε υπολογίζω Πάω για τσιγάρο, δε θ' αργήσω Έχω μια σκέψη μου βαθιά να σου πω Φοβάμαι πως κάποια μέρα θα ξεφύγω και θα φάω κάναν άνθρωπο Ίσως να πάω χρόνια φυλακή Δύσκολη κάθε αρχή, αρκεί ν' αντέξω αδερφέ μου κι ίσως να τα βγάλω πέρα άλλη μια μέρα Μα ο άνθρωπος δε μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα από μια σφαίρα
Είδα για πρώτη μου φορά την αλήθεια κατάματα
Έσβησα τα φώτα, μες στο σκοτάδι γδύνω τους φόβους μου
Το σβέρκο μου παγώνουν τα ψυχρά τους χνώτα
Άκου, μην διανοηθείς να πλησιάσεις την πόρτα, άσ' την εκεί να χτυπάει
Μόνη πορεία προς τα κάτω
Θα 'ναι δεν θα 'ναι δεκαπέντε μέτρα κενό όπου η βαρύτητα έχει την τάση με βία το σώμα στη γη να τραβάει
Προσκρούεται και σπάει
Τώρα που κάθε μου αδυναμία τη λογική υπερνικάει
Άραγες τι να 'ναι αυτό που με κρατάει?
Ποιος πουτάνας γιος φιλοδοξεί ν' ανέβει και επί πτωμάτων πατάει?
Κάθε μου ανοικτή πληγή μου με πονάει
Η ζωή μου πουτάνα που απ' την κακοπέραση μαδάει
Φως στο σκοτάδι ψευδαίσθηση, ελπίδα
Ίσως κάποιος άγνωστος περαστικός να σου περάσει λεπίδα πίσω απ' τα πλευρά μην προλαβαίνοντας να βγάλεις άχνα
Πεθαίνεις επί τόπου κι ίσως να σε βρουν έπειτα από κάνα μήνα, να σ' αναγνωρίσουν από νύχια και τρίχες
Τι να πω, τα ίδια σκατά επαρχία κι Αθήνα
Βλέπω παιδιά, οικογένειες που ξέρω να ζουν στην πείνα
Φτηνά εργατικά παραχωρούμενα απ' το κράτος
Της ταξικής ιεραρχίας ο πάτος
Κράτος δικαίου και γύρω του βάλτος
Καθημερινό φαινόμενο ο θάνατος μα δε μου σκάει κάπως
Εκεί στους δρόμους που βαδίζω φτύνω, πλακώνομαι, σε σπάω και βρίζω
Ακούω τι λες μα δεν έχει τύχει ποτέ να σε δω στα μέρη που περπατώ γι' αυτό και δεν σε υπολογίζω
Πάω για τσιγάρο, δε θ' αργήσω
Έχω μια σκέψη μου βαθιά να σου πω
Φοβάμαι πως κάποια μέρα θα ξεφύγω και θα φάω κάναν άνθρωπο
Ίσως να πάω χρόνια φυλακή
Δύσκολη κάθε αρχή, αρκεί ν' αντέξω αδερφέ μου κι ίσως να τα βγάλω πέρα άλλη μια μέρα
Μα ο άνθρωπος δε μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα από μια σφαίρα