San Michele - Θανάσης Παπακωνσταντίνου / Σκηνές από την ταινία “San Michele aveva un gallo”

Поділитися
Вставка
  • Опубліковано 2 бер 2020
  • San Michele - Θ. Παπακωνσταντίνου, Δίσκος: Ο ελάχιστος εαυτός.
    Το 1973 κυκλοφόρησε στον κινηματογράφο η ταινία των αδερφών Ταβιάνι «San Michele aveva un gallo» (Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα).
    Με σκηνές τις ταινίας αποφασίσαμε να "ντύσουμε" το ομώνυμο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου, το οποίο άλλωστε ο δημιουργός εμπνεύστηκε από την εν λόγω ταινία. Η επιλογή των σκηνών και το "δέσιμο" έγιναν με επικέντρωση στις «φυλακές» του ήρωα, στην αγωνία του και στη φλογερή θέλησή του για ελευθερία.
    Παιδί, στη φυλακή της σκοτεινής ντουλάπας ως τιμωρία για τον ανυπάκουο χαρακτήρα του, να γυρεύει να ελευθερωθεί από τον φόβο τραγουδώντας το παιδικό τραγούδι που έδωσε τον τίτλο στην ταινία. Έφηβος, στη φυλακή της πατρικής αδιαφορίας και του αυστηρού μητρικού βλέμματος ως αντίδραση στις «ξένες» προς την οικογένεια ιδέες του, βρίσκει την ελευθερία του αρνούμενος εντέλει τις οικογενειακές αξίες και αφήνοντας τα πλούτη και τη βόλεψή τους. Κι όταν παίρνει τη ζωή στα χέρια του, επιλέγοντας τον δικό του δρόμο, γεμάτος φλόγα και ενθουσιασμό, στη φυλακή της αδιαφορίας των ανθρώπων για τον ενδιαφέρον του προς εκείνους, στη φυλακή του φόβου τους, στη φυλακή της φρίκης μιας εικονικής εκτέλεσης, κατάληξη στη φυσική φυλακή ενός απάνθρωπου εγκλεισμού, μιας άκαρδης απομόνωσης. Τώρα που πια οι φυλακές παρουσιάζονται και στον κόσμο που εκείνος έχτισε, η απελευθέρωσή του δεν μένει παρά να είναι το κλάμα του και, παρά ταύτα, το σθένος στα πιστεύω, στα ιδανικά του και στην αίσθηση της προσφοράς του στην ανθρωπότητα (να παίρνει σάρκα και οστά σε φαντασιώσεις αναγνώρισης). Για να τον φέρει η ζωή να ριχτεί σε μια ακόμα φυλακή, να κλειστεί ακόμα πιο βαθιά στα μπουντρούμια του κόσμου, όταν κι η τελευταία αυτή αχτίδα του σβήνει, χάνεται.
    Η ύστατη πράξη απελπισίας μοιάζει κραυγή δραπέτευσης από τις «φυλακές». Σαν παραίτηση θα το δουν μερικοί και σαν ελευθερίας επιλογή θα το δουν κάποιοι άλλοι. Οι πρώτοι, ίσως επικεντρωθούν στη μελαγχολία για την Ιστορία που καταπίνει ζωές, δίχως να νοιάζεται για την υπαρξιακή αγωνία τους, στη μελαγχολία της μοναξιάς όταν κι η φαντασίωση -η τελευταία ανθρώπινη επαφή που του έχει μείνει- εξανεμίζεται, στην ενδόμυχη μελαγχολία για εμάς τους ανθρώπους που δεν καταφέρνουμε να νιώσουμε τις δονήσεις της ύπαρξης (των άλλων και μαζί της δικής μας) προσφέροντας ένα βλέμμα αληθινής συμπάθειας, ένα άγγιγμα αποδοχής, δυο λόγια που γαληνεύουν. Οι άλλοι, μπορεί να επικεντρωθούν στην επιλογή μιας φυγής στ’ ανοιχτά, τη διαφύλαξη του ονείρου και της ελπίδας που εκείνο φέρει, την άρνηση οι «φυλακές» να έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα στο σκοτάδι.
    Η ιστορία της ταινίας ξεκινά με τη δράση μιας επαναστατικής ομάδας αναρχικών που εισβάλουν σ’ ένα χωριό του Ιταλικού νότου, προκειμένου ν’ αφυπνίσουν τον απλό λαό και τους αγρότες. Ηγέτης τους είναι ο Giulio, γόνος οικογένειας γαιοκτημόνων με οικονομική ευμάρεια. Ο Giulio, όμως, αρνούμενος από μικρός να δεχτεί άκριτα τις αξίες της οικογένειας, χαράζει τον δικό του δρόμο, ακολουθώντας το συναίσθημά του. Η ομάδα του, χωρίς σχέδιο, αναλαμβάνουν στο χωριό την ανακατανομή του πλούτου, με την καταστροφή των εγγράφων με τα οποία το κράτος δεσμεύει τους πολίτες και το μοίρασμα του σιταριού στον λαό. Οι χωρικοί, εντούτοις, είναι από επιφυλακτικοί μέχρι εχθρικοί. Τους εγκαταλείπουν εντελώς όταν μαθαίνουν πως πλησιάζουν οι κατασταλτικές δυνάμεις της εξουσίας. Ο Giulio καταδικάζεται σε θάνατο, παρά ταύτα του χαρίζεται τελευταία στιγμή αμνηστία, λόγω της προσπάθειας του βασιλιά να φέρει με το μέρος του το λαϊκό αίσθημα. Έτσι ο ήρωας περνάει δέκα χρόνια στην απομόνωση και η κάμερα των σκηνοθετών καταγράφει τον συνταρακτικό αγώνα του για να μην τρελαθεί και τα σπαρακτικά του συναισθήματα. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας, ο Giulio μεταφέρεται από την απομόνωση σε μια φυλακή της Βενετίας. Κατά τη μεταφορά του με βάρκα συναντά μια ομάδα φυλακισμένων αντικαθεστωτικών που επίσης μεταφέρονται στο ίδιο μέρος. Προς απογοήτευσή του, δεν τον αναγνωρίζουν -γι’ αυτούς είναι απλώς ένας ακόμη άνθρωπος ταγμένος στον κοινό στόχο. Πέρα, όμως, από αυτόν τον στόχο, οι διαφορές τους είναι εμφανείς, αφού ουσιαστικά έρχεται σε σύγκρουση η συναισθηματική στράτευση του αναρχικού με την μαρξιστική-επιστημονική τους θέση. Γι’ αυτούς δεν αρκεί η αγανάκτηση του λαού που υποφέρει, χρειάζεται εκείνος να αποκτήσει κοινωνική και ταξική συνείδηση, χρειάζεται παιδεία και, φυσικά, σχέδιο. Ο Giulio μην μπορώντας πλέον να ισορροπήσει συναισθηματικά σ’ αυτό το γύρισμα της πλάτης στη στράτευση και στις αξίες του, πέφτει στο νερό, αποχαιρετώντας για πάντα την Ιστορία.
    Με αφορμή την ταινία αυτή, μπορούμε να σταθούμε σ’ αυτό που για εμάς θα μπορούσε να είναι ένας ιδανικός κοινωνικός αγωνιστής. Ένας συνδυασμός, λοιπόν, της, φαινομενικά και μόνο, κυνικότητας στον πραγματισμό ενός δομημένου σχεδίου και εντέλει στόχου, με τον ρομαντισμό ενός, φαινομενικά επίσης, «αλαφροΐσκιωτου» ιδεαλιστή.
    #SanMichele #Θ_Παπακωνσταντίνου
    Για απ' ευθείας εγγραφή στο κανάλι πατήστε στο link bit.ly/2ISr9B8

КОМЕНТАРІ • 6

  • @HomoExMachina
    @HomoExMachina  4 роки тому +15

    Η ιστορία της ταινίας ξεκινά με τη δράση μιας επαναστατικής ομάδας αναρχικών που εισβάλουν σ’ ένα χωριό του Ιταλικού νότου, προκειμένου ν’ αφυπνίσουν τον απλό λαό και τους αγρότες. Ηγέτης τους είναι ο Giulio, γόνος οικογένειας γαιοκτημόνων με οικονομική ευμάρεια. Ο Giulio, όμως, αρνούμενος από μικρός να δεχτεί άκριτα τις αξίες της οικογένειας, χαράζει τον δικό του δρόμο, ακολουθώντας το συναίσθημά του. Η ομάδα του, χωρίς σχέδιο, αναλαμβάνουν στο χωριό την ανακατανομή του πλούτου, με την καταστροφή των εγγράφων με τα οποία το κράτος δεσμεύει τους πολίτες και το μοίρασμα του σιταριού στον λαό. Οι χωρικοί, εντούτοις, είναι από επιφυλακτικοί μέχρι εχθρικοί. Τους εγκαταλείπουν εντελώς όταν μαθαίνουν πως πλησιάζουν οι κατασταλτικές δυνάμεις της εξουσίας. Ο Giulio καταδικάζεται σε θάνατο, παρά ταύτα του χαρίζεται τελευταία στιγμή αμνηστία, λόγω της προσπάθειας του βασιλιά να φέρει με το μέρος του το λαϊκό αίσθημα. Έτσι ο ήρωας περνάει δέκα χρόνια στην απομόνωση και η κάμερα των σκηνοθετών καταγράφει τον συνταρακτικό αγώνα του για να μην τρελαθεί και τα σπαρακτικά του συναισθήματα. Στο τελευταίο μέρος της ταινίας, ο Giulio μεταφέρεται από την απομόνωση σε μια φυλακή της Βενετίας. Κατά τη μεταφορά του με βάρκα συναντά μια ομάδα φυλακισμένων αντικαθεστωτικών που επίσης μεταφέρονται στο ίδιο μέρος. Προς απογοήτευσή του, δεν τον αναγνωρίζουν -γι’ αυτούς είναι απλώς ένας ακόμη άνθρωπος ταγμένος στον κοινό στόχο. Πέρα, όμως, από αυτόν τον στόχο, οι διαφορές τους είναι εμφανείς, αφού ουσιαστικά έρχεται σε σύγκρουση η συναισθηματική στράτευση του αναρχικού με την μαρξιστική-επιστημονική τους θέση. Γι’ αυτούς δεν αρκεί η αγανάκτηση του λαού που υποφέρει, χρειάζεται εκείνος να αποκτήσει κοινωνική και ταξική συνείδηση, χρειάζεται παιδεία και, φυσικά, σχέδιο. Ο Giulio μην μπορώντας πλέον να ισορροπήσει συναισθηματικά σ’ αυτό το γύρισμα της πλάτης στη στράτευση και στις αξίες του, πέφτει στο νερό, αποχαιρετώντας για πάντα την Ιστορία.

    • @jeandeville807
      @jeandeville807 9 місяців тому

      Trovo eccellente la scena della riunione, con i compagni immaginari, mentre è in cella. Dove il protagonista li interpreta tutti.

  • @HomoExMachina
    @HomoExMachina  4 роки тому +4

    Στον φίλο μας τον Χρήστο που μας το ζήτησε.

  • @patriziacalisti9450
    @patriziacalisti9450 3 місяці тому

  • @HomoExMachina
    @HomoExMachina  4 роки тому +9

    Με αφορμή την ταινία αυτή, μπορούμε να σταθούμε σ’ αυτό που για εμάς θα μπορούσε να είναι ένας ιδανικός κοινωνικός αγωνιστής. Ένας συνδυασμός, λοιπόν, της, φαινομενικά και μόνο, κυνικότητας στον πραγματισμό ενός δομημένου σχεδίου και εντέλει στόχου, με τον ρομαντισμό ενός, φαινομενικά επίσης, «αλαφροΐσκιωτου» ιδεαλιστή.

  • @HomoExMachina
    @HomoExMachina  4 роки тому +2

    ua-cam.com/video/zVSGHq2qC-Y/v-deo.html
    Θα ξανάρθω σε πέντε γενιές - Άγγελος Παπαγεωργίου / Το λιβάδι που δακρύζει - Θ. Αγγελόπουλος
    Εις μνήμην Λ.Φ.