ΤΕΛΩΝΙΟ - ΑΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ - HOLY WOOD STAGE - 21.06.2024!

Поділитися
Вставка
  • Опубліковано 12 вер 2024
  • Γύριζα στο κάσαρο και με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα νιώθω να τραβά κάποιος το μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνει κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Σήκωσα τα μάτια μου∙ ανατρίχιασα. Τα χαμήλωσα κι ανατρόμαξα. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, σιχαμένη μύξα. Μα ο σύντροφος με το χαμογελαστό πρόσωπό του, μου φάνηκε φοβερότερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από κείνους που τελωνίζουν τις ψυχές! Άφηκε, είπε, το σκοτεινό του θρόνο και ήρθε στη γη να τελωνίσει και τη δική μου ψυχή.
    -Καλό πνίξιμο! σφύριξε πάλι στ’ αυτιά μου.
    Και πριν κουνηθώ από τη θέση μου, έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν τρισκατάρατος.
    -Τα φώτα!... Σβήστε τα φώτα! ... φώναξα ευθύς.
    Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια και πρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τώρα στα χέρια τους κ’ έβγαζαν σωστό δρολάπι από ήχους και φωνές. Νευρικό το μέταλο άστραφτε, ούρλιαζε, τα στέρνα του ξέσχιζε άπονα, τρανολαλούσε με πάταγο, έκραζε με ρυθμό, έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας να κουρελιάση το στερέωμα. Κλαγγή, δούπος, στρίγγλισμα, κραυγή, θρήνος, σμιχτά όλα, περιπλεχτά, ορμούσαν εδώθε - κείθε, τάραζαν το σκαφίδι, λάμπαζαν την άβυσσο.
    Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέση τους, περιφρονώντας την ταραχή και το θόρυβο. Τώρα δεν ήταν δυο, δεν ήταν τρία∙ ήταν εκατό - χίλια. Τ’ ωχροκίτρινο φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες∙ άπλωνε κ’ έσβηνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθιά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός χύθηκε χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσε ο δαίμονας στον ψόφιο αλαλαγμό μας. Απελπίστηκα.
    -Ανδρέας Καρκαβίτσας: Τα λόγια της πλώρης

КОМЕНТАРІ •