Μπογιαλικιώτικα ζωναράδικα & Ζαβρατένο - Αν. Ρωμυλία
Вставка
- Опубліковано 30 лис 2024
- Μπογιαλικιώτικα τραγούδια σε εξάσημο ρυθμό (6/8) και συνακόλουθο τοπικό χορό "Ζωναράδικο". Ο Ζωναράδικος είναι ο πιο διαδεδομένος χορός των Θρακιωτών της ενιαίας κάποτε Θράκης (Δυτικής, Ανατολικής, Βόρειας), ενώ υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός τραγουδιών που τον συνοδεύει.
Τα εν λόγω τραγούδια προέρχονται από τα χωριά Μικρό και Μεγάλο Μπογιαλίκι της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης ή σημερινής νότιας Βουλγαρίας), χωριά με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, πριν ο τελευταίος υπό τις διώξεις των Βουλγάρων πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς προς την Ελλάδα. Μπογιαλικιώτες εγκαταστάθηκαν στην Ξυλαγανή και στους Προσκυνητές του νομού Ροδόπης, στα Μονόσπιτα Ημαθίας και στο Βαφειοχώρι Κιλκίς.
Στην τοπική διάλεκτο των Μπογιαλικιωτών ο ζωναράδικος ονομαζόταν "ζ'ναράκια" και ακόμη και σήμερα έτσι αποκαλείται στην Ξυλαγανή και στους Προσυνητές. Στην παρούσα ηχογράφηση υπάρχει "γύρισμα" στην οργανική μελωδία του Ζαβρατένο, ενός άλλου τοπικού χορού του Μπογιαλικίου. Ο χορός αυτός ακολουθούσε πάντα τα ζωναράδικα όταν το κέφι κορυφωνόταν. Έχεις εναλλασσόμενες διευθύνσεις, καθώς σε άλλες φάσεις χορεύεται όπως ο τυπικός Μπογιαλικιώτικος ζωναράδικος δεξιόστροφα ενώ εναλλάσσεται με αριστερόστροφη κατεύθυνση με ιδιότυπο βήμα και τον τελευταίο του χορού να γίνεται πρώτος και τον κύκλο να κλείνει προς το κέντρο. Ύστερα ο χορός '"ξεκουλουριάζει" για να ακολουθήσει έπειτα από λίγο το ίδιο μοτίβο.
Πρόκειται για ζωντανή ηχογράφηση που πραγματοποιήθηκε το 2011.
Τραγούδι: Μαρίνα Ζωγράφου
Γκάιντα: Γιώργος Νταβλιάκος
Νταούλι: Δημήτρης Ψαθάς
Ακορντεόν: Γιάννης Λίτος
Οι στίχοι:
Α) ∆υο αδέρφια είχαν µια αδερφή, Γιωργάκη, βρε Γιωργάκη,
σταλαµατιά στον ήλιο, καηµένη εβραιοπούλα.
Τη ζήλευε κι ο µαχαλάς, Γιωργάκη, βρε Γιωργάκη,
τη φθόναγε όλ’ η χώρα, καηµένη εβραιοπούλα,
τη ζήλεψε κι ο Χάροντας, Γιωργάκη, βρε Γιωργάκη,
και θέλει να την πάρει, καηµένη εβραιοπούλα.
Τρέχει στην πόρτα και βροντά, σα να’ ταν νοικοκύρης,
Άσε µε Χάρο άσε µε, για δυο για τρεις ηµέρες,
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν’ αλλάξω,
και τη Δευτέρα το πρωί έρχομαι μοναχή μου.
Ο Χάρος δεν την καρτερεί, και δεν την περιµένει,
απ’ τα µαλλιά την άρπαξε, στο σπίτι την πηγαίνει
Την άκουσαν τ’ αδέρφια της, ψηλά στα κορφοβούνια.
Β) Αγάπησε ν’ ο Πιεισµός (Μπεϊόσμος)
µια κόρη εβροπούλα.
Σαββάτο µέρα ν’ αϊγάπ’ σι,
την Κυριακή όλη µέρα.
∆ευτέρα µέρα τον πιάνουν,
τον πιάνουν και τον δένουν,
και κάτω τον πααίνουν.
Κάτου κάτου σν’ ανατολή,
κι η µάνα’ που μοιριολογεί
µε τα µαλλιά στα χέρια.
(-Σιγά σιγά βρε Πιεισµό,
να µη λερώσ’ τα ρούχα».
Μην κλαίς µανά µ’ τα ρούχα,
να κλαις µανά µ’ τη λεβεντιά.
Τα ρούχα πλιένται στου παζάρ,
Πάνει παρεί καλύτερα»).
Γ) - Τι φκιάνεις Στάνω;»
Ζ'νάρια γιουφαίνω,
έξω δε βγαίνω
µέσα δεν µπαίνω.
Για νιρό πααίνω,
κι Γιάννης κουντά µ’
φούντα µ’ γυρεύει,
'που µαρτζέλι φούντα,
'που φλουρί φούντα,
µι δυο θυλκάκια,
µι τρία µαρτζελάκια».