ΟΙ ΛΙΡΕΣ ΤΟΥ ΖΑΧΟΥ📙🎧📚Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 1909 ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων. Αθ. Οικονόμου

Поділитися
Вставка
  • Опубліковано 5 вер 2024
  • Οἱ Λίρες τοῦ Ζάχου (1908)
    Εἰς τὴν γειτονιάν μας, γωνιὰν μὲ γωνιὰν μὲ τὴν πατρῴαν μου οἰκίαν, εἶχε κατοικήσει τῷ 18… ὁ Ζάχος τῆς Στάμαινας, πρῴην ναυτικός, ὡς 45 χρόνων, πρὸ ὀλίγων μηνῶν γυρίσας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. Ἐκατοίκησε μαζὶ μὲ μίαν νεαράν, ἰσχνήν, κοντὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχε πάρει ἀπὸ τὸ προάστιον τοῦ Πέρα Μώλου, ἀπὸ τὴν νῆσον τὴν ἀντικρινήν. Πρὸ ὀλίγων μόλις ἑβδομάδων, ἐντούτοις, εἶχε στεφανωθῆ εἰς τὸ χωρίον μὲ μίαν ἄλλην· πλὴν τὸ συνοικέσιον αὐτό, καθὼς ἐλέχθη, ἐναυάγησε…
    Ἐνθυμούμην παιδιόθεν τὸν Ζάχον, τὸν θορυβοποιὸν καὶ οἰνοπότην καὶ καλόκαρδον. Κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τῆς Πασσίνας· οὕτω συνήθως ἐκαλεῖτο ἡ μάννα του. Θαρρῶ πὼς ἦτον αὕτη δευτέρα ἐξαδέλφη τοῦ πατρός μου.
    Ἦτο πράγματι ἁπλοϊκὴ γυνή, καὶ εἶχεν ἀποθάνει μὲ πολλοὺς καημοὺς εἰς τὸ στῆθος. Εἶχε πολλοὺς καλογήρους εἰς τὴν οἰκογένειάν της. Ὁ ἀδελφός της παπα-Γεράσιμος, ἐγκαταβιώσας εἰς μονύδριον τοῦ τόπου μας, ἔφαγέ ποτε, καθὼς ἔχω ἀκούσει, σαράντα βότσια* καλαμπόκια ὠμά, ἀγνοῶ ἂν κατόπιν στοιχήματος ἢ χωρὶς στοίχημα. Ὁ παπα-Καισάριος, ἄλλος ἀδελφός της, εἶχε χρηματίσει ἐπὶ μακρὰ ἔτη Προηγούμενος εἰς τὴν Μεγάλην Λαύραν τὴν ἐν Ἄθῳ. Οὗτος, ἂν καὶ ὡς προεστὼς Ἰδιορρύθμου μοναστηρίου1 εἶχεν ἰδίαν περιουσίαν, ἠρνεῖτο νὰ δίδῃ χρήματα εἰς τοὺς συγγενεῖς του, λέγων ὅτι «τὰ καλογηρικὰ γρόσια γίνονται φίδια καὶ σᾶς τρῶνε…»
    Ὁ ὀλίγον μετ᾿ αὐτὴν ἐπιζήσας σύζυγός της, ὁ μπαρμπα-Στάμος τῆς Στάμαινας, εἶχε σκαρώσει ποτὲ ἑταιρικῶς γολέταν μαζὶ μ᾿ ἕνα φίλον του, καπετὰν Κοσμᾶν, εἰς τὸν Πίσω Ἀρσανάν, στοῦ Τσίφερη, κάτω ἀπὸ τὰ ἐρημικὰ καὶ ἀνεμοδαρμένα Μνημούρια τοῦ χωρίου, εἰς τὸ ρίζωμα τοῦ βράχου τοῦ θαλασσοπλήκτου. Ἀλλὰ τὸν ἔβγαλεν ἀπ᾿ ἔξω ὁ συνέταιρός του, καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισεν ὡς συμμέτοχόν του εἰς τὸ σκάφος, ἅμα ἐπιστρέψαντα ἀπὸ τὴν φυλακήν, ὅπου εἶχεν ὑπάγει ἰδοὺ ἐκ ποίας ἀφορμῆς.
    Ὁ μπαρμπα-Στάμος εἶχεν ἀνακαλύψει εἰς ἕνα γιαλόν, ὣς ἓν μίλιον ἀντικρύ, κοντὰ στὴν Καναπίτσα, 12 ὣς 15 βαρέλια χωμένα εἰς τὴν ἄμμον, γεμᾶτα ἐκλεκτὸν ἀγγλικὸν ρώμι, ἀναμειγνύον τὴν νύκτα τὸ ἄρωμά του μὲ τὸ ἰώδιον τοῦ γιαλοῦ. Ἐκεῖ τὰ εἶχε κρύψει προσωρινῶς ὁ γερο-Τσαρούχας, κυβερνήτης μεγάλης τρεχαντήρας. Ὁ γερο-Στάμος, μὴ ἔχων καρδιὰν νὰ προδώσῃ, ἐβουλήθη νὰ γίνῃ μοιραστὴς καὶ μεριδιοῦχος εἰς τὰ βαρέλια, κ᾿ ἐκύλισεν ἢ ἔσπρωξεν ἕως τὴν βάρκαν του, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε πλεύσει ἕως ἐκεῖ, ὅσα κομμάτια ἠμπόρεσεν αὐτὸς καὶ ὁ κωπηλάτης του. Πλὴν τότε οὗτος, ὁ Στεφανὴς ὁ καλούμενος Γροῦτσος, τοῦ λέγει:
    ― Νὰ σ᾿ πῶ, νὰ σ᾿ πῶ, μπαρμπα-Στάμο, μποροῦμε νὰ δέσουμε μὲ τὸ σκοινί, τὸ σκοινὶ καμπόσα ρωμ… ρωμ… ρωμιοβάρελ᾿ ἀκόμα;
    ― Τί λές, βρὲ παιδί;
    ― Αὐτὸ π᾿ σ᾿ λέω, σ᾿ λέω, μπα… μπαρμπα-Στάμο. Μποροῦν νὰ πλέ… νὰ πλέψουνε τὰ βαρέλια κ… κ… κοντὰ ᾽π᾿ τ᾿ βάρκα....

КОМЕНТАРІ • 1