"ΣΑΝ ΠΗΡΑ ΕΝΑ ΚΑΤΗΦΟΡΟ…" τραγούδι (θρήνος) της Νεμούτας. Του Κώστα Παπαντωνόπουλου Ένα παραδοσιακό τραγούδι (θρήνος) που αναδεικνύει μια τραγική ιστορία με δυο αδέρφια που πνίγηκαν στον ποταμό Ερύμανθο (Ντάλομι), κατά τους Ρουμελιώτες στον ποταμό Αχελώο. Το τραγούδι αναφέρεται στον πνιγμό δυο αδερφιών, με το επώνυμο Καψής από την Νεμούτα της Ηλείας. Σύμφωνα με τις παλαιότερες μαρτυρίες, τα δυο δίδυμα αδερφάκια 14 ετών όταν κατέβασε το ποτάμι, ύστερα από μια απρόσμενη καλοκαιριάτικη νεροποντή, προσπάθησαν να απομακρύνουν τα πρόβατα που στάλιζαν για να τα σώσουν. Επάνω στην αναμπουμπούλα όμως μερικά πρόβατα από το κοπάδι τους, πέρασαν στην απέναντι όχθη να διασωθούν. Τότε τα παιδιά έπεσαν μέσα στο ποτάμι για να περάσουν απέναντι, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο από τα ορμητικά νερά της Ντάλομης που φημιζόταν ότι είχαν πνίξει αρκετούς ανθρώπους στο διάβα των χρόνων. Μόλις ακούστηκε στο χωριό ότι αγνοούνται τα δυο παιδιά, χτύπησαν την καμπάνα και εξαπολύθηκαν όλοι Νεμουτιάνοι στις όχθες του ποταμιού για να βρουν τα παιδιά που αγνοούνταν. Όπως αναφέρει στο τραγούδι του ο τραγουδοποιός, φαίνεται να συμμετείχε και ο ίδιος στις έρευνες, εφόσον μας λέει: «Σαν πήρα ένα κατήφορο…» και έτσι αποθανάτισε το γεγονός αυτό, θρηνώντας με τον τρόπο του το μεγάλο κακό που βρήκε το σπίτι του παπά. Από το τραγούδι παίρνουμε τις ειδήσεις ότι τα παιδιά ήσαν δίδυμα, και στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν αγκαλιάστηκαν και πιάστηκαν από μια ξεριζωμένη μηλιά που έφερνε μαζί στην κατεβασιά του το ποτάμι. Επίσης μας πληροφορεί, ότι η παπαδιά ήταν ρούσα (ξανθομαλλούσα) χωρίς ωστόσο να έχει εξακριβωθεί κάτι τέτοιο, ή να έγινε για τις ανάγκες της στιχομυθίας του τραγουδιού. Ακόμη, κατά τόπους που ακούγεται το τραγούδι, ανακαλύπτουμε ότι έχει παραποιηθεί, σύμφωνα και με τα ονόματα των πνιγμένων παιδιών. Γενικά, είναι ένας θρήνος προς την οικογένεια και κυρίως προς την άμοιρη παπαδιά που έχασε τα παιδιά της. Σαν πήρα έναν κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι, και το ποτά- άιντε ρούσα παπαδιά και το ποτάμι ήταν θολό. Και το ποτάμι ήταν θολό θολό - θολό κατεβασμένο, σέρνει λιθά- άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει λιθάρια ριζιμιά. Σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα - δέντρα ξεριζωμένα, σέρνει και μια άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει και μια γλυκομηλιά. Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μη - τα μήλα φορτωμένη, κι ανάμεσα άιντε ρούσα παπαδιά κι ανάμεσα στους κλώνους της. Κι ανάμεσα στους κλώνους της δυ’ αδέ- δυ’ αδέρφια αγκαλιασμένα, τονά τον λέ - άιντε ρούσα παπαδιά τονά τον ’λέγαν Κωνσταντή. Τονά τον λέγαν Κωνσταντή, τον άλλο Θανασάκη άιντε ρούσα παπαδιά. Για δέστε τα μαργιόλικα τα δυο, τα δυο τ’ αγαπημένα Απ’ της μανούλας τους την κοιλιά και ’δω και ’δω αγκαλιασμένα.
Συγχαρητηρια κα Γριβα
"ΣΑΝ ΠΗΡΑ ΕΝΑ ΚΑΤΗΦΟΡΟ…" τραγούδι (θρήνος) της Νεμούτας. Του Κώστα Παπαντωνόπουλου
Ένα παραδοσιακό τραγούδι (θρήνος) που αναδεικνύει μια τραγική ιστορία με δυο αδέρφια που πνίγηκαν στον ποταμό Ερύμανθο (Ντάλομι), κατά τους Ρουμελιώτες στον ποταμό Αχελώο.
Το τραγούδι αναφέρεται στον πνιγμό δυο αδερφιών, με το επώνυμο Καψής από την Νεμούτα της Ηλείας.
Σύμφωνα με τις παλαιότερες μαρτυρίες, τα δυο δίδυμα αδερφάκια 14 ετών όταν κατέβασε το ποτάμι, ύστερα από μια απρόσμενη καλοκαιριάτικη νεροποντή, προσπάθησαν να απομακρύνουν τα πρόβατα που στάλιζαν για να τα σώσουν.
Επάνω στην αναμπουμπούλα όμως μερικά πρόβατα από το κοπάδι τους, πέρασαν στην απέναντι όχθη να διασωθούν. Τότε τα παιδιά έπεσαν μέσα στο ποτάμι για να περάσουν απέναντι, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο από τα ορμητικά νερά της Ντάλομης που φημιζόταν ότι είχαν πνίξει αρκετούς ανθρώπους στο διάβα των χρόνων.
Μόλις ακούστηκε στο χωριό ότι αγνοούνται τα δυο παιδιά, χτύπησαν την καμπάνα και εξαπολύθηκαν όλοι Νεμουτιάνοι στις όχθες του ποταμιού για να βρουν τα παιδιά που αγνοούνταν.
Όπως αναφέρει στο τραγούδι του ο τραγουδοποιός, φαίνεται να συμμετείχε και ο ίδιος στις έρευνες, εφόσον μας λέει: «Σαν πήρα ένα κατήφορο…» και έτσι αποθανάτισε το γεγονός αυτό, θρηνώντας με τον τρόπο του το μεγάλο κακό που βρήκε το σπίτι του παπά.
Από το τραγούδι παίρνουμε τις ειδήσεις ότι τα παιδιά ήσαν δίδυμα, και στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν αγκαλιάστηκαν και πιάστηκαν από μια ξεριζωμένη μηλιά που έφερνε μαζί στην κατεβασιά του το ποτάμι. Επίσης μας πληροφορεί, ότι η παπαδιά ήταν ρούσα (ξανθομαλλούσα) χωρίς ωστόσο να έχει εξακριβωθεί κάτι τέτοιο, ή να έγινε για τις ανάγκες της στιχομυθίας του τραγουδιού.
Ακόμη, κατά τόπους που ακούγεται το τραγούδι, ανακαλύπτουμε ότι έχει παραποιηθεί, σύμφωνα και με τα ονόματα των πνιγμένων παιδιών.
Γενικά, είναι ένας θρήνος προς την οικογένεια και κυρίως προς την άμοιρη παπαδιά που έχασε τα παιδιά της.
Σαν πήρα έναν κατήφορο στην άκρη στο ποτάμι,
και το ποτά- άιντε ρούσα παπαδιά και το ποτάμι ήταν θολό.
Και το ποτάμι ήταν θολό θολό - θολό κατεβασμένο,
σέρνει λιθά- άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει λιθάρια ριζιμιά.
Σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα - δέντρα ξεριζωμένα,
σέρνει και μια άιντε ρούσα παπαδιά σέρνει και μια γλυκομηλιά.
Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μη - τα μήλα φορτωμένη,
κι ανάμεσα άιντε ρούσα παπαδιά κι ανάμεσα στους κλώνους της.
Κι ανάμεσα στους κλώνους της δυ’ αδέ- δυ’ αδέρφια αγκαλιασμένα,
τονά τον λέ - άιντε ρούσα παπαδιά τονά τον ’λέγαν Κωνσταντή.
Τονά τον λέγαν Κωνσταντή, τον άλλο Θανασάκη άιντε ρούσα παπαδιά.
Για δέστε τα μαργιόλικα τα δυο, τα δυο τ’ αγαπημένα
Απ’ της μανούλας τους την κοιλιά και ’δω και ’δω αγκαλιασμένα.
Μπράβο σας!!!
Μπράβο Γιώτα