( ελπίζω να μη το σκότωσα) Σωπαίνεις μα μιλάς πολύ μου πες σημάδεψε και ζήσε στη παρένθεση όπως τόσοι και τόσοι και εσύ όμως τα τείχη δεν αισθάνθηκες όσο η ρουτίνα συντρίβει τη προσμονή στο σώμα κάλυκες συμβιβασμός κι απόψε φάνηκες μα τίποτα δεν ξεπλένει η βροχή και έχω μια λάμα αντηχήσεις σαν παρουσία να θυμάμαι ότι υπήρξες ανήκω στη νεκρή σιωπή αίμα στα χείλη σου χιονίζει τελευταία εδάφια για απόψε φωνή ένα σφαγείο Αλεξάνδρας μου μυρίζει η προσμονή ενώ η φωνή του πατέρα ηχεί πως έγινες άντρας όσο βουλιάζεις μέσα σου κρατώντας σφιχτά το παιδί που θες να σώσεις γονείς σχέσεις ματώσεις σε λέξεις τύχη οικονομία αγάπης δόσεις δεσμοφύλακες στο συναίσθημα με ένα παιδί που δεν έμαθε να αγαπά δίχως απόδειξη κανένα ποτίζω τη σκιά μου με το σώμα μου καταπίνοντας πρέπει σε χαμόγελα νεύρα στη καθημερινότητα το σπίτι μου βίας έδρα παιδιά που ‘πεισαν πως έπρεπε για να αξίζουν να ικανοποιούν στάνταρ και μέτρα κι αν έχεις διάπλατα ξυράφια μαχαίρια για να αγκαλιάσεις ότι σε έχεις ανάγκη για να αξίζεις σε κάποιους έξω από σένα επίκριση και απαίτηση έπεται σε χειμώνες και αισθήματα πρέσα κι έμαθες να φοβάσαι όσα έχεις μέσα σαν άγραφο νόμο ‘δεσαν ατσάλινοι ζωστήρες τον λαιμό και τις φωνητικές χορδές κράτησα μια χούφτα σιωπής από το απτό μ’ αγάπη να σου δείξω την βία και το φόβο στο δρόμο πλέον… σαν θύμηση σβήνει κι αληθής η ντροπή και μια πόλη να διεκδικεί ένα κενό από τη μνήμη και είναι όλα τόσο άδεια που δεν ακούω καν την ανάσα σου πλέον να με πνίγει με ευκολία έχω κλειστεί στο... πρόσωπο με ένα χαμόγελο μάσκα που εκλιπαρεί την ηρεμία κι έγινε η αγάπη άγκυρα ριζωμένη σε μια φοβία κι ένα λιμάνι υποχρεωμένη επιθυμία να συντρίβει των αναχωρίζων την μανία και του έρωτα κάθε έκλυση κάποιος θεός όμως πατέρας θερίζει τα σπλάχνα με την εξουσία πώς θα μου συγχωρέσει την παρέκκλιση πως μίλησα απόψε αντί να σωπάσω; εγώ που χρόνια χτίζω μια φυλακή από συναισθήματα μέσα μου που δε μπορώ να εκφράσω και με δένει νοσταλγώ την γαλήνη της άγνοιας που χα παιδί όμως με αρρωσταίνει κατανόηση και ασφάλεια στο μηδέν είναι μια λάμα ακονισμένη γονείς και φίλοι όλοι συμβιβασμένοι σε ένα θέατρο που οι πράξεις μας μας παριστάνουν βολεμένοι στη σιωπή περνάμε κι όσο πιο πολύ μα αγαπώ σαν παιδί τόσο πιο μετά με φοβάμαι μια εικόνα αποθεωμένη κι αν αρνηθείς ή να σκοτώσεις σα παιδί ότι σε τρέφει σε γεννάει είναι σαν σκέψη απαγορευμένη ένα μυαλό κελί κι ανέμοι κι ο φόβος ατσάλινα νήματα ανάμεσα σε πλευρά ιστούς οστά μύες και όργανα πάντα να υφαίνει και οι σχέσεις μνήματα χτίζουν ατσάλινους τοίχους σε ό,τι νιώθω ό,τι με αγγίζει ό,τι με δένει κι ό,τι συναίσθημα αντιτίθεται προκαλεί συμπλοκή τείχη το πνίγουν όσο σφαδάζει από μέσα μου να βγει να εκφραστεί όμως δε χωρά ώρα την ώρα φορά τη φορά κάτω απ την σμίκρυνση κάθε μου ακύρωση και φόβος μου για φθορά έχτισε μέσα μου τείχη και οχυρά όσο την αθωότητα διάλυα πίσω απ τα τείχη να μην εκτεθώ και κλειστώ έξω απ’ τη πανοπλία το μόνο χώρο που μέσα του ένιωθα ασφάλεια ένα παιδί παγιδευμένο σε ένα σφαγείο θωρακισμένο δίχως έναυσμα μεγάλωσα και η πανοπλία μεγάλωσε πια μαζί μου εφηβεία και νιότη κρίκο τον κρίκο θωράκιση και έλασμα τα τείχη ‘γιναν όρια του δέρματος μου και ο φόβος να μην πληγωθώ είναι το κέλευσμα κεντάει η μοναξιά το ατσάλι της ψυχής ντύνει την πανοπλία πυρακτωμένη σιωπή ίσον βία
γαλουχημένη σε ένα σάρκινο μαγκάλι από οργή θυμό και τελειοθηρία τώρα να με καίνε και είμαι ελεύθερος στη μητρόπολη μόνο να επιλέγω τους φόβους μου ξένε να ζεις και να ζω σε ένα κέλυφος δίχως να δίνεσαι ποτέ φωνές μου λένε από μικρό έχτισαν σάρκα τα πρέπει στη σάρκα μου για να κρυφτούν απ’ ό,τι πληγώνει μ'αιδώ όσο και εγώ στη δικιά τους από μένα για να κρυφτώ τα ψέματα που θα μας ‘διναν γαλήνη συλλάβιζαν όλα τους το σ’ αγαπώ κι οι ανάσες με βία ραγίζουν το έδαφος μα να μ’ αγγίξει τίποτα δεν μπορεί αγγίζει το κέλυφος τα μάτια μου γίνανε μέταλλο βουβό δε μπορούσα να δακρύσω για χρόνια και οι πληγές μου η μόνη απόδειξη πως κάποτε είχα να ονειρευτώ πέρα απ της πανοπλίας το άβατο το κορμί μου δεν ξέρει να ζήσει άλλο από θάνατο κι αυτόν εντός ορίων γαλβανισμένος από την άγια οξύτητα άφατων δακρύων μ’ αναλώνω και η ψυχρή λογική θώρακας ένα με το δέρμα ουρλιάζει μόνο: δεν πρέπει να πονάς δεν είναι φυσικό το να μη νιώθεις πόνο είναι οξυγόνο υπεραναπλήρωση και ότι δεν μπορώ να αισθανθώ ή να αλώσω απαξιώνω και εκλιπαρώ την αγάπη που δεν αισθάνομαι να πληγώνω έστω και τόσο φοβάμαι να αγαπήσω όσο φοβάμαι να σκοτώσω όσο φοβάμαι το κενό μου να νιώσω και ό,τι αυτοκλείστηκε ποια ελπίδα μου πάλι σα φόβος ντύθηκε μέσα μου κατοικεί ένα παιδί που θέλει απεγνωσμένα να αγαπά με ένα θηρίο που μου λέει να σκοτώσω ό,τι αγάπησα βαθιά και μ’ αρνήθηκε μια φωνή που μου λέει να σκοτώσω ό,τι αισθάνθηκα και κρύφτηκε από την ορμή του κόσμου να μην ποδοπατηθεί μια πανοπλία ριζωμένη σαν δέντρο σαν να χες γη με απαίτηση από μένα για ζωή που αγνοούσα να την ανέσαινα μια ζωή που δε θα ‘μουν ένοικος σε σώματα ξένα ή στην πόλη πάλι έκθεμα σε κάποια γη που δεν έφτασα μαγεύτηκα όσο στο εδώ πεισματικά με ματώνω σε μια πανοπλία ανθρωποκτόνο ξένος μέσα στα χαλάσματα και κάθε μέρα που βιώνω χωρίς να ζω σφίγγει τα ελάσματα κι όσα δεν μπόρεσα να ζήσω ‘γιναν γράμματα σε κάποιο χαρτί να δίνουν φωνή σε ό,τι νιώθω μέσα απ’ τα έργα άσματα να γίνουν λέξεις να σπάσω αυτό το κέλυφος σε θραύσματα βοής γιατί φοβάμαι πιο πολύ να μείνω γρανάζι ή αδρανής στα αποσιωπητικά μου μέσα από τα μάτια της ζωής που λέει κοίτα με στα σωθικά μας και στα μάτια μας κανείς δεν θα ψάξει όσα δεν είπαμε δώσε τους στόμα να ουρλιάξουν να ναι επιτομή ψίθυροι ανοιχτές πληγές σε όσα δεν είχαμε τα κότσια να μιλήσουμε ακόμα και δεν προλάβαν να σημαίνουν κάτι όσα ποθήσαμε ποτέ δίχως σώμα με χείλη που σαν σμήνη αποδημητικά σε αγκαλιάζουν χειμώνα προς την όστρια κι όσοι ζήσαμε σε σώμα ελεγκτές περνάμε τα δάκρυα για κάποια αρρώστια φοβερή κι αγγίζω μέσα μου λυγμοί που αρνιούνται να ξεσπάσουν Και μια στιγμή που περιμένει να διωχθεί κι αρνιέμαι να ‘μαι σαν αποτύπωμα κάποιου στη φυλακή χωρίς να ξύσει με τα νύχια του δυο πιθαμές ζωή έστω πρωτόλεια να σταθώ άφθαρτος και να θυμάμαι ότι μπορώ να σ’ αγαπώ γιατί μπορώ να νιώσω την κάθε μου απώλεια λόγια χέρσα κι ο μόνος τρόπος να πεθάνω σ’ αυτήν την πανοπλία είναι από μέσα με ένα τραύμα κάνω τα βήματα μου …. Φωνάζω σκοτώστε με γιατί αν μείνω εγκλωβισμένος εδώ ίσως να μείνω φυλακή για πάντα Φωνάζω σκοτώστε με γιατί αν μείνω εδώ δε θα μπορέσω ποτέ μου να γίνω λάμα Αν ζούσες στο μυαλό μου θα ‘σουν ήδη νεκρός εσύ που λες πως μ’ αγαπάς όπως και να ‘μαι Αν ήσουνα στο σώμα θα ‘σουν σφαίρα και φως ένας θνητός που έγινε λάμα τη μνήμη για να θυμάμαι αν ήσουνα στιγμή θα 'χες πεθάνει απ’ το χέρι μου σε μια εξίσωση χρόνου που δε μ’ ανήκει κι αν ήσουν δάκρυα στα άγνωστα μάτια ποταμός το κορμί που φορώ ούτε ξέρει πώς να σε ζήσει
Φιλη μου, δεν ειναι το ζητημα το να οτυς θυμασαι, ή να τους φτυνεις, τους συγκεκριμενους... ειναι η απεραντη και ασυγκριτη ποιοτητα τους με οτιδηποτε κυκλοφοραει (πλεον), και αυτο τους κανει μοναδικους !
εγώ που χρόνια χτίζω μια φυλακή από συναισθήματα μέσα μου που δε μπορώ να εκφράσω και με δένει νοσταλγώ την γαλήνη της άγνοιας που χα παιδί όμως με αρρωσταίνει .
Εξαιρετικό! Η μεγαλύτερη πένα της Ελλάδος! Συγκίνηση και σεβασμός!
Τι όμορφη ψυχή που είναι ο Άψινθος...
Επιτέλους αυτή η φωνή..αυτοί οι στιχοι..
( ελπίζω να μη το σκότωσα)
Σωπαίνεις μα μιλάς πολύ
μου πες σημάδεψε και ζήσε στη παρένθεση όπως τόσοι και τόσοι και εσύ
όμως τα τείχη δεν αισθάνθηκες
όσο η ρουτίνα συντρίβει τη προσμονή στο σώμα κάλυκες
συμβιβασμός κι απόψε φάνηκες μα τίποτα δεν ξεπλένει η βροχή
και έχω μια λάμα αντηχήσεις σαν παρουσία να θυμάμαι ότι υπήρξες
ανήκω στη νεκρή σιωπή αίμα στα χείλη σου
χιονίζει τελευταία εδάφια για απόψε φωνή
ένα σφαγείο Αλεξάνδρας μου μυρίζει η προσμονή
ενώ η φωνή του πατέρα ηχεί πως έγινες άντρας
όσο βουλιάζεις μέσα σου κρατώντας σφιχτά το παιδί που θες να σώσεις
γονείς σχέσεις ματώσεις σε λέξεις τύχη οικονομία αγάπης δόσεις
δεσμοφύλακες στο συναίσθημα με ένα παιδί που δεν έμαθε να αγαπά
δίχως απόδειξη κανένα ποτίζω τη σκιά μου με το σώμα μου
καταπίνοντας πρέπει σε χαμόγελα νεύρα στη καθημερινότητα το σπίτι μου βίας έδρα
παιδιά που ‘πεισαν πως έπρεπε για να αξίζουν να ικανοποιούν στάνταρ και μέτρα
κι αν έχεις διάπλατα ξυράφια μαχαίρια για να αγκαλιάσεις ότι σε έχεις ανάγκη
για να αξίζεις σε κάποιους έξω από σένα
επίκριση και απαίτηση έπεται σε χειμώνες και αισθήματα πρέσα
κι έμαθες να φοβάσαι όσα έχεις μέσα σαν άγραφο νόμο
‘δεσαν ατσάλινοι ζωστήρες τον λαιμό και τις φωνητικές χορδές
κράτησα μια χούφτα σιωπής από το απτό μ’ αγάπη
να σου δείξω την βία και το φόβο στο δρόμο πλέον… σαν θύμηση σβήνει
κι αληθής η ντροπή και μια πόλη να διεκδικεί ένα κενό από τη μνήμη
και είναι όλα τόσο άδεια που δεν ακούω καν την ανάσα σου πλέον να με πνίγει
με ευκολία έχω κλειστεί στο...
πρόσωπο με ένα χαμόγελο μάσκα που εκλιπαρεί την ηρεμία
κι έγινε η αγάπη άγκυρα ριζωμένη σε μια φοβία κι ένα λιμάνι υποχρεωμένη επιθυμία
να συντρίβει των αναχωρίζων την μανία και του έρωτα κάθε έκλυση
κάποιος θεός όμως πατέρας θερίζει τα σπλάχνα με την εξουσία
πώς θα μου συγχωρέσει την παρέκκλιση πως μίλησα απόψε αντί να σωπάσω;
εγώ που χρόνια χτίζω μια φυλακή από συναισθήματα μέσα μου
που δε μπορώ να εκφράσω και με δένει
νοσταλγώ την γαλήνη της άγνοιας που χα παιδί όμως με αρρωσταίνει
κατανόηση και ασφάλεια στο μηδέν είναι μια λάμα ακονισμένη
γονείς και φίλοι όλοι συμβιβασμένοι σε ένα θέατρο
που οι πράξεις μας μας παριστάνουν βολεμένοι στη σιωπή περνάμε
κι όσο πιο πολύ μα αγαπώ σαν παιδί
τόσο πιο μετά με φοβάμαι μια εικόνα αποθεωμένη
κι αν αρνηθείς ή να σκοτώσεις σα παιδί ότι σε τρέφει σε γεννάει
είναι σαν σκέψη απαγορευμένη ένα μυαλό κελί κι ανέμοι κι ο φόβος ατσάλινα νήματα
ανάμεσα σε πλευρά ιστούς οστά μύες και όργανα πάντα να υφαίνει
και οι σχέσεις μνήματα χτίζουν ατσάλινους τοίχους
σε ό,τι νιώθω ό,τι με αγγίζει ό,τι με δένει
κι ό,τι συναίσθημα αντιτίθεται προκαλεί συμπλοκή τείχη το πνίγουν
όσο σφαδάζει από μέσα μου να βγει να εκφραστεί όμως δε χωρά
ώρα την ώρα φορά τη φορά κάτω απ την σμίκρυνση
κάθε μου ακύρωση και φόβος μου για φθορά έχτισε μέσα μου τείχη και οχυρά
όσο την αθωότητα διάλυα πίσω απ τα τείχη να μην εκτεθώ
και κλειστώ έξω απ’ τη πανοπλία το μόνο χώρο που μέσα του ένιωθα ασφάλεια
ένα παιδί παγιδευμένο σε ένα σφαγείο θωρακισμένο δίχως έναυσμα
μεγάλωσα και η πανοπλία μεγάλωσε πια μαζί μου
εφηβεία και νιότη κρίκο τον κρίκο θωράκιση και έλασμα
τα τείχη ‘γιναν όρια του δέρματος μου
και ο φόβος να μην πληγωθώ είναι το κέλευσμα
κεντάει η μοναξιά το ατσάλι της ψυχής ντύνει την πανοπλία
πυρακτωμένη σιωπή ίσον βία
κάθε μου ακύρωση και φόβος μου για φθορά έχτισε μέσα μου τείχη και οχυρά ...Ας πέσουν τα οχυρά να ελευθερωθεί η ψυχή μας.
γαλουχημένη σε ένα σάρκινο μαγκάλι
από οργή θυμό και τελειοθηρία τώρα να με καίνε
και είμαι ελεύθερος στη μητρόπολη
μόνο να επιλέγω τους φόβους μου ξένε
να ζεις και να ζω σε ένα κέλυφος δίχως να δίνεσαι ποτέ
φωνές μου λένε από μικρό έχτισαν σάρκα τα πρέπει στη σάρκα μου
για να κρυφτούν απ’ ό,τι πληγώνει μ'αιδώ
όσο και εγώ στη δικιά τους από μένα για να κρυφτώ
τα ψέματα που θα μας ‘διναν γαλήνη
συλλάβιζαν όλα τους το σ’ αγαπώ
κι οι ανάσες με βία ραγίζουν το έδαφος
μα να μ’ αγγίξει τίποτα δεν μπορεί αγγίζει το κέλυφος
τα μάτια μου γίνανε μέταλλο βουβό
δε μπορούσα να δακρύσω για χρόνια
και οι πληγές μου η μόνη απόδειξη πως κάποτε είχα να ονειρευτώ
πέρα απ της πανοπλίας το άβατο
το κορμί μου δεν ξέρει να ζήσει άλλο από θάνατο κι αυτόν εντός ορίων
γαλβανισμένος από την άγια οξύτητα άφατων δακρύων
μ’ αναλώνω και η ψυχρή λογική θώρακας ένα με το δέρμα ουρλιάζει μόνο:
δεν πρέπει να πονάς δεν είναι φυσικό το να μη νιώθεις πόνο είναι οξυγόνο
υπεραναπλήρωση και ότι δεν μπορώ να αισθανθώ ή να αλώσω απαξιώνω
και εκλιπαρώ την αγάπη που δεν αισθάνομαι να πληγώνω έστω και τόσο
φοβάμαι να αγαπήσω όσο φοβάμαι να σκοτώσω
όσο φοβάμαι το κενό μου να νιώσω και ό,τι αυτοκλείστηκε
ποια ελπίδα μου πάλι σα φόβος ντύθηκε
μέσα μου κατοικεί ένα παιδί που θέλει απεγνωσμένα να αγαπά
με ένα θηρίο που μου λέει να σκοτώσω ό,τι αγάπησα βαθιά και μ’ αρνήθηκε
μια φωνή που μου λέει να σκοτώσω ό,τι αισθάνθηκα
και κρύφτηκε από την ορμή του κόσμου να μην ποδοπατηθεί
μια πανοπλία ριζωμένη σαν δέντρο σαν να χες γη
με απαίτηση από μένα για ζωή που αγνοούσα να την ανέσαινα
μια ζωή που δε θα ‘μουν ένοικος σε σώματα ξένα ή στην πόλη πάλι έκθεμα
σε κάποια γη που δεν έφτασα μαγεύτηκα
όσο στο εδώ πεισματικά με ματώνω σε μια πανοπλία ανθρωποκτόνο
ξένος μέσα στα χαλάσματα και κάθε μέρα που βιώνω
χωρίς να ζω σφίγγει τα ελάσματα
κι όσα δεν μπόρεσα να ζήσω ‘γιναν γράμματα σε κάποιο χαρτί
να δίνουν φωνή σε ό,τι νιώθω μέσα απ’ τα έργα άσματα
να γίνουν λέξεις να σπάσω αυτό το κέλυφος σε θραύσματα βοής
γιατί φοβάμαι πιο πολύ να μείνω γρανάζι ή αδρανής
στα αποσιωπητικά μου μέσα από τα μάτια της ζωής που λέει κοίτα με
στα σωθικά μας και στα μάτια μας κανείς δεν θα ψάξει όσα δεν είπαμε
δώσε τους στόμα να ουρλιάξουν να ναι επιτομή
ψίθυροι ανοιχτές πληγές σε όσα δεν είχαμε τα κότσια να μιλήσουμε
ακόμα και δεν προλάβαν να σημαίνουν κάτι όσα ποθήσαμε ποτέ δίχως σώμα
με χείλη που σαν σμήνη αποδημητικά σε αγκαλιάζουν χειμώνα
προς την όστρια κι όσοι ζήσαμε σε σώμα ελεγκτές
περνάμε τα δάκρυα για κάποια αρρώστια φοβερή
κι αγγίζω μέσα μου λυγμοί που αρνιούνται να ξεσπάσουν
Και μια στιγμή που περιμένει να διωχθεί
κι αρνιέμαι να ‘μαι σαν αποτύπωμα κάποιου στη φυλακή
χωρίς να ξύσει με τα νύχια του δυο πιθαμές ζωή έστω πρωτόλεια
να σταθώ άφθαρτος και να θυμάμαι ότι μπορώ να σ’ αγαπώ
γιατί μπορώ να νιώσω την κάθε μου απώλεια λόγια χέρσα
κι ο μόνος τρόπος να πεθάνω σ’ αυτήν την πανοπλία είναι από μέσα με ένα τραύμα
κάνω τα βήματα μου ….
Φωνάζω σκοτώστε με γιατί αν μείνω εγκλωβισμένος εδώ
ίσως να μείνω φυλακή για πάντα
Φωνάζω σκοτώστε με γιατί αν μείνω εδώ δε θα μπορέσω ποτέ μου να γίνω λάμα
Αν ζούσες στο μυαλό μου θα ‘σουν ήδη νεκρός
εσύ που λες πως μ’ αγαπάς όπως και να ‘μαι
Αν ήσουνα στο σώμα θα ‘σουν σφαίρα και φως
ένας θνητός που έγινε λάμα τη μνήμη για να θυμάμαι
αν ήσουνα στιγμή θα 'χες πεθάνει απ’ το χέρι μου
σε μια εξίσωση χρόνου που δε μ’ ανήκει
κι αν ήσουν δάκρυα στα άγνωστα μάτια ποταμός το κορμί που φορώ
ούτε ξέρει πώς να σε ζήσει
Λέει: "κάνω τα βήματα μου βίωμα (βιΩμα)"
Ποίηση !
Τι κατάθεση ψυχής έκανες εδώ ρε Μήτσο; Α-Ν-Α-Τ-Ρ-Ι-Χ-Ι-Λ-Α
κι όσα δεν μπόρεσα να ζήσω γίναν γράμματα σε κάποιο χαρτί
Μεγάλωσα και η πανοπλία μεγάλωσε πια μαζί μου...
R e s p e c t για την κατάθεση ψυχής ... ❣
μπραβο ρε αγορι μου
Ψυχή
Aνατρίχιασα ρε μεγάλε...
(Τάνια Τσανακλίδου - Σαν χαθώ, το sample)
Τι να πω...μας ελειψε αυτος ο ηχος..!
ayto akrivws...
Μητσο… να ξες θελουμε κι άλλο βιβλίο !
Όλο μου το είναι μπρο...Ευχαριστώ
ένας πολύ καλός λόγος να μην κοιμηθουμε απόψε...
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
EINAI PSYXODRAMA 07
Είναι καταπληκτικό, απορώ πως μπορεί κάποιος να θυμάται όλους αυτούς τους στίχους... Πραγματικό ταλέντο
Φιλη μου, δεν ειναι το ζητημα το να οτυς θυμασαι, ή να τους φτυνεις, τους συγκεκριμενους... ειναι η απεραντη και ασυγκριτη ποιοτητα τους με οτιδηποτε κυκλοφοραει (πλεον), και αυτο τους κανει μοναδικους !
@@dank3k προφανώς η ποιότητα είναι αδιαμφισβήτητη. Από πολλές απόψεις όλο το άλμπουμ είναι μοναδικό.
Δεν γινεται
εγώ που χρόνια χτίζω μια φυλακή από συναισθήματα μέσα μου
που δε μπορώ να εκφράσω και με δένει
νοσταλγώ την γαλήνη της άγνοιας που χα παιδί όμως με αρρωσταίνει .
8.5 λεπτα τραγουδι και δεν παιρνεις χαμπαρι για ποτε τελειωνει. απλα ταξιδευεις...
aa re mitsaraa
ftunei psyxh
Και είναι όλα τόσο άδεια, που δεν ακούω καν την ανάσα σου πλέον.
Πολύ συναίσθημα ο Άψινθος
Φοβάμαι να αγαπήσω,όσο φοβάμαι να σκοτώσω. Τι είπες ρε Αψινθε...
το ιδιο beat εχει πατησει και ο ατοπος η κανω λαθος;
Ίδιο sample , άλλο μπιτ
Σε ποιο κομματι;
@@Δημητρηςαρα-χ9β ξημερωμα λεγεται αν θυμαμαι καλα
@@MrBillakos46 ευχαριστώ
Μόνο αγάπη φίλε...